Το Δαφνί ήταν μία σχεδόν εξαφανισμένη λευκή ποικιλία αμπέλου της Κρήτης, που γνωρίζει ξανά τα φώτα της δημοσιότητας. Αυτό οφείλεται στην παραγωγή λευκών ξηρών οίνων με έντονα αρώματα και στρογγυλό στόμα, που διατηρούν μέτρια επίπεδα αλκοόλης. Ορισμένοι φιλόδοξοι παραγωγοί χρησιμοποιούν τους πιο παλιούς αμπελώνες τους για να φτιάξουν έστω και λίγα κρασιά από Δαφνί, περασμένα από βαρέλι.

Παίρνει το όνομα του από την δάφνη, αφού τα αρώματα της μύτης και του γεμάτου στόματος των κρασιών της παραπέμπουν σε αυτά της δάφνης και άλλων βοτάνων όπως το θυμάρι και η ρίγανη τα οποία συνδυάζονται με φρουτώδη αρώματα που θυμίζουν κίτρινα και λευκά φρούτα αλλά και κάποιες ανθικές νύξεις. Στο στόμα έχουν πολύ ξεχωριστή δομή: παρότι χαρακτηρίζονται από αρκετό εκχύλισμα, δύναμη και ήπια οξύτητα, η αλκοόλη τους είναι παραδόξως μέτρια, ιδίως για τα κλιματικά δεδομένα της Κρήτης, ξεπερνώντας σπανίως το 12,5%.

Το Δαφνί προέρχεται από την ευρύτερη περιοχή του Ηρακλείου και μολονότι οι αμπελώνες με αυτήν την ποικιλία παραμένουν περιορισμένοι και σε συγκεκριμένες περιοχές, οι φυτεύσεις συνεχώς αυξάνονται. Αυτό οφείλεται στο πολύ υψηλό γόητρο που συνοδεύει την ποικιλία, που είναι και ο λόγος που οι οινοπαραγωγοί την αναμειγνύουν σπανίως με άλλες. Έτσι, το Δαφνί έχει σημαντική υπεραξία και αναλογικά με την έκταση που είναι φυτεμένο και τον αριθμό φιαλών που παράγονται από αυτό, προβάλλεται πολύ περισσότερο. Συμμετέχει σε ΠΓΕ κρασιά της Κρήτης, όπως τα ΠΓΕ Κρήτη (PGI Crete).

Το Δαφνί χαρακτηρίζει τη μελλοντική και αναμενόμενη εξέλιξη των λευκών κρητικών κρασιών. Είναι μια ποικιλία που ευχαριστεί όσους απολαμβάνουν τα ιδιαίτερα κρασιά, αλλά αποστρέφονται τα υψηλά επίπεδα αλκοόλης. Αποτελεί έτσι ιδανικό συνοδό έντονων αρωματικά, αλλά ελαφρών καλοκαιρινών γευμάτων, π.χ. με ζυμαρικά και σαλάτες. Τα περισσότερα κρασιά που παράγονται από την ποικιλία Δαφνί, καλό είναι να καταναλώνονται μέσα σε τρία χρόνια από την εσοδεία τους. Ωστόσο, οι πιο τολμηροί λάτρεις του κρασιού, που αγαπούν την πολυπλοκότητα, μπορούν να κρατήσουν ορισμένες φιάλες τουλάχιστον για τρία χρόνια επιπλέον.