Articles

Μοσχάτος Λήμνου

Μπορεί το κρασί της να ξεδίψαγε τους Αχαιούς κατά τον Τρωικό Πόλεμο, ωστόσο η οινική φήμη της Λήμνου και των κρασιών της, που φέρουν την ένδειξη «ΠΟΠ Μοσχάτος Λήμνου (PDO Muscat of Limnos)», καταφέρνουν και παραμένουν αναλλοίωτα έως και σήμερα.

 

Η ξηρασία και τα ηφαιστειογενή εδάφη βοηθούν την τέλεια ωρίμαση της χοντρόρωγης ποικιλίας Mοσχάτο Αλεξανδρείας, που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο ποσοστό του αμπελώνα της Λήμνου, καθιστώντας τον έναν από τους σημαντικότερους τόπους για την παραγωγή γλυκών κρασιών στην Ελλάδα.

 

Ο συνεταιρισμός του νησιού αλλά και οι αξιόλογοι ιδιώτες οινοπαραγωγοί, χρησιμοποιούν αλκοόλη οινικής προέλευσης, την οποία προσθέτουν κατά τη διάρκεια ή μετά το τέλος της ζύμωσης του υψηλόβαθμου γλεύκους, ενώ συνήθως αποφεύγουν τη χρήση βαρελιού, κατά την οινοποίηση των γλυκών κρασιών ΠΟΠ Μοσχάτος Λήμνου. Όλα αυτά οδηγούν στον ήρεμο αρωματικό και γευστικό χαρακτήρα των λευκών γλυκών Μοσχάτων Λήμνου, που είναι γεμάτα από διακριτικές νότες βερίκοκου, μέντας και δυόσμου. Η ήπια αυτή έκφρασή τους επιτρέπει ενδιαφέροντες πειραματισμούς με εξωτικές κουζίνες, αλλά και φουά-γκρα, εκτός βέβαια από τη σίγουρη αρμονία με ελαφριά επιδόρπια. Ωστόσο, ένας καλά παγωμένος Μοσχάτος Λήμνου υπόσχεται κέφι και χαρά ακόμα και μόνος του, εκπροσωπώντας επάξια το ζωντανό πρόσωπο των σύγχρονων κρασιών της Ελλάδας. Απευθύνεται δε σε μεγάλη γκάμα οινόφιλων, τους νεοφερμένους, τους οποίους κατακτά με το… «καλημέρα»!

Μαυροδάφνη Κεφαλλονιάς

Μπορεί η ευρύτερη περιοχή των Πατρών να διατηρεί τη μερίδα του λέοντος στο ποσοστό των φυτεύσεων Mαυροδάφνης, ωστόσο, η Κεφαλλονιά αποτελεί ένα μικρό, αλλά εξίσου σημαντικό κέντρο για την καλλιέργειά της. Παρόλο που σε αυτό το νησί του Ιονίου πελάγους το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής Mαυροδάφνης παίρνει το δρόμο των ξηρών οινοποιήσεων, παρουσιάζοντας πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα, ένα πολύ μικρό μέρος των σταφυλιών δίνει τη γλυκιά και σπανιότατη Μαυροδάφνη Κεφαλλονιάς.

Τα κρασιά « ΠΟΠ Μαυροδάφνη Κεφαλληνίας», ενδυναμώνονται κατά την διάρκεια της αλκοολικής ζύμωσης και εμφανίζουν αρώματα αποξηραμένων κόκκινων φρούτων σε νεαρή ηλικία και αρώματα καφέ και μπαχαρικών όσο ωριμάζουν.

Μαυροδάφνη Πατρών

Έχουν περάσει σχεδόν δύο αιώνες από τότε που ο γερμανός ευγενής Γουσταύος Κλάους (Gustav Clauss) εγκαταστάθηκε έξω από την Πάτρα και οινοποίησε την πρώτη του Μαυροδάφνη, με βάση την περίφημη «συνταγή» του. Ακόμα και σήμερα όμως, η ΠΟΠ Μαυροδάφνη Πατρών (PDO Mavrodaphni of Patra)  εξακολουθεί να κατέχει τον τίτλο του πλέον δημοφιλούς ερυθρού γλυκού κρασιού της Ελλάδας.

 

Μπορεί κάποια στοιχεία, όπως το πλούσια σώμα και η ισορροπημένη με τη γλυκύτητα οξύτητα, να αποτελούν κοινό παρονομαστή των κρασιών με την ένδειξη «Μαυροδάφνη Πατρών» (ΠΟΠ Μαυροδάφνη Πατρών). Ωστόσο, είναι η ωρίμαση-παλαίωση σε βαρέλι ή φιάλη, που παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, τόσο για το χρώμα, όσο και για το άρωμα και τη γεύση αυτών των κρασιών.

 

Έτσι, οι Μαυροδάφνες Πατρών που παλαιώνουν για ένα χρόνο προτάσσουν ένα μοντέρνο στυλ, διαθέτοντας σκούρο χρώμα και φρουτώδη, ευκολόπιοτο χαρακτήρα, ανάλογο ενός Ruby Port. Αντίθετα, μια πενταετία θα επιτρέψει σε μια διακεκριμένη Μαυροδάφνη Πατρών να αποκτήσει μια μοναδική, γλυκόπικρη πολυπλοκότητα και θα τιθασεύσει τις στιβαρές τανίνες της. Το εκρηκτικό όμως μπουκέτο αποξηραμένων φρούτων, λουλουδιών και ξηρών καρπών, μαζί με το βελούδινο στόμα, που διαθέτει μια 20χρονη ή και παλαιότερη Μαυροδάφνη Πατρών, όχι μόνο προσφέρει πρωτόγνωρες, όσο και σπάνιες οινικές εμπειρίες σε αυτόν που θα έχει την τύχη να την απολαύσει, αλλά και την προσωπική ικανοποίηση ότι δοκίμασε ένα πραγματικά σπουδαίο κρασί.

 

Με τόσα διαφορετικά στυλ, ανεξάντλητες είναι και οι δυνατότητες της Μαυροδάφνης Πατρών στο τραπέζι. Οι φρέσκες εκδοχές αποτελούν εξαιρετικά απεριτίφ, αλλά και απόλυτα κρασιά για χρήση στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική, ενώ οι πιο ώριμες μένουν αξέχαστες με ξηρούς καρπούς, τυρί Stilton ή μπαχαρένια πούρα. Όσο για τις ιδιαίτερα παλαιωμένες Μαυροδάφνες Πατρών, είναι ιδανικές για τη «δύστροπη» στους συνδυασμούς σοκολάτα.

Vinsanto

Το λευκό γλυκό κρασί της Σαντορίνης ή… ο «άγιος οίνος»; Αν και το πρώτο είναι το σίγουρο (Vino di Santorini), δεν αποκλείεται να ισχύουν και τα δύο, αφού το σπουδαίο σαντορινιό Vinsanto (ΠΟΠ Σαντορίνη) είναι πράγματι… «θείο»! Ξακουστό ήδη από τον 12° αιώνα, το Vinsanto γνώρισε μεγάλη άνθηση μετά το 1783, όπου πήρε το δρόμο για τις μεγάλες αγορές της Ρωσίας. Σήμερα, περισσότερο από δύο αιώνες αργότερα, το πολύτιμο γλυκό διαμάντι της θηραϊκής γης επιτυγχάνει τέτοιες επιδόσεις, που δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή να λεχθεί ότι πανάξια κατατάσσεται ανάμεσα στους κορυφαίους επιδόρπιους οίνους του πλανήτη.

 

Όλα ξεκινούν από το μοναδικό terroir που διαθέτει το παγκοσμίως ξακουστό νησί της Σαντορίνης. Το ηφαιστειογενές, γεμάτο ελαφρόπετρες έδαφος, τα μεγάλης ηλικίας αμπέλια, οι τρομακτικά χαμηλές αποδόσεις, οι πρωινές υγρασίες, που διασφαλίζουν την απαιτούμενη ποσότητα νερού, το ανεμοδαρμένο και ηλιοκαμένο τοπίο, η διαμόρφωση των κλημάτων σε «κουλούρες», η παράδοση… Όλα συνθέτουν ένα περιβάλλον ανεπανάληπτο, το οποίο προικίζει με μοναδικές ιδιότητες και χαρακτήρα το Aσύρτικο, το Aϊδάνι και μικροποσότητες από άλλες λευκές γηγενείς ποικιλίες, με μπροστάρη το Aθήρι, από τις οποίες παράγεται το Vinsanto.

 

Τα Vinsanto συγκαταλέγονται ανάμεσα στα καλύτερα επιδόρπια κρασιά όλου του κόσμου. Εμφανίζουν κεχριμπάρι-καφέ χρώμα, είναι υπέροχα γλυκά αλλά ισορροπημένα λόγω της υψηλής οξύτητας, και ιδιαίτερα πολύπλοκα με επίμονα αρώματα και γεύσεις αποξηραμένων φρούτων, μελιού, καραμέλας, καφέ, ξηρών καρπών και μπαχαρικών. Ένα Vinsanto διαθέτει τα βασικά χαρακτηριστικά που μαρτυρούν τη σπουδαία ράτσα του και το ξεχωριστό terroir από το οποίο προέρχεται: εκπληκτική συμπύκνωση, ορυκτώδης (mineral) χαρακτήρας και ατσαλένια οξύτητα, που εξισορροπεί με άνεση περισσότερο από 300gr/Lt αζύμωτα σάκχαρα!

 

Επιδόρπια με βάση την καραμέλα, το σύκο, τους ξηρούς καρπούς, τον καφέ ή το κυδώνι είναι κατάλληλοι συνοδοί των Vinsanto. Η κλάση και η δύναμή τους επιτρέπουν όμως και πιο τολμηρούς συνδυασμούς, με έντονα αλμυρά τυριά, όπως είναι η κοπανιστή ή το roquefort, καθώς και τη συνοδεία ενός πληθωρικού, εκλεκτού πούρου.

 

Ό,τι πάντως και να επιλέξει κανείς για να απολαύσει αυτά τα σπάνια και καταξιωμένα κρασιά, το σίγουρο είναι ότι θα βρεθεί μπροστά σε μια πρωτόγνωρη οινική εμπειρία. Γιατί το Vinsanto, όχι μόνο ανοίγει διάπλατα τις πόρτες για τη βαθιά γνώση του καλού κρασιού, αλλά ταυτόχρονα, συναρπάζει με τη γεύση, το μύθο και τη μοναδικότητα του τόπου που το γέννησε, που δεν είναι άλλος από τη Σαντορίνη.

Μαρουβάς

Ο μαρουβάς είναι ένα υψηλόβαθμο παραδοσιακό κρασί, που παράγεται στην περιοχή Κισσάμου Χανίων, στη δυτική Κρήτη. Η κυρίαρχη –αν όχι η μοναδική– ποικιλία από την οποία προέρχεται είναι το ρωμέικο. Η ονομασία ρωμέικο, στους αιώνες της οθωμανικής κατοχής ήταν δηλωτική της ελληνικότητας όποιου την έφερε.

 

Το ρωμέικο, είναι μια ερυθρή, πολύ ευοξείδωτη και χρωματικά ασταθής ποικιλία, η οποία ειδικά στο θερμό κλίμα της Κρήτης δεν προσφέρεται για τη δημιουργία «κλασικών» ερυθρών κρασιών. «Μαρουβάς» για τους ντόπιους σημαίνει «παλαιωμένος», πράγμα που καταδεικνύει πως το ομώνυμο κρασί προορίζεται για μακρόχρονη παλαίωση. Μέχρι πρόσφατα, συνηθισμένη ήταν η πρακτική του θαψίματος ενός βαρελιού με μαρουβά μέσα στο χώμα, όταν γεννιόταν ένα παιδί και το άνοιγμά του μετά από χρόνια, σε μια μεγάλη γιορτή ή ακόμη στο γάμο του!

 

Τα κύρια οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του μαρουβά παραπέμπουν στα κρασιά sherry και madeira και είναι τα εξής:

 

  • Η μακρόχρονη παραμονή-παλαίωση σε μεγάλα και παλιά βαρέλια, που απογεμίζονται κάθε χρόνο από νέο κρασί.

 

  • Ο υψηλός αλκοολικός τίτλος, που οφείλεται τόσο στην ποικιλία, όσο και στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της περιοχής.

 

  • Η εμφανής παρουσία της οξείδωσης, τόσο αρωματικά, όσο και γευστικά, ακόμη και λίγους μήνες μετά από τον τρύγο (που όπως και στα κρασιά sherry και madeira δεν αποτελεί ελάττωμα και μπορεί να είναι θαυμάσια αφομοιωμένη και ενταγμένη στα υπόλοιπα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του κρασιού, προσθέτοντας πολυπλοκότητα).

 

  • Το έντονο άρωμα, που εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου.

 

Ο μαρουβάς είναι ένα παραδοσιακό κρασί, που άλλοι το θεωρούν ιδιαίτερο και άλλοι… απλώς οξειδωμένο. Πίνοντάς το σαν απεριτίφ ή όπως οι ντόπιοι, με ένα κομμάτι μήλο στο τέλος του γεύματος, παραπέμπει στο μεσογειακό περιβάλλον, στο οποίο άλλωστε, γεννήθηκε πριν από αιώνες και συνεχίζει να υφίσταται.

Σάμος

Η Σάμος κατάφερε τον τελευταίο αιώνα να κάνει τα λευκά γλυκά κρασιά της ξακουστά και καταξιωμένα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Ο μικρόρωγος κλώνος της ποικιλίας Mοσχάτο άσπρο βρήκε σε κάθε γωνιά του νησιού –και ιδιαίτερα στις στενές πεζούλες, που είναι σκαρφαλωμένες στο ορεινό βόρειο μέρος του– ένα τέλειο οικοσύστημα για να επιτύχει σπουδαίες επιδόσεις, που όντως υφίστανται, μέσω των γλυκών κρασιών ΠΟΠ Σάμος (PDO Samos).

 

Οι περισσότεροι αμπελουργοί του νησιού είναι μέλη της Ένωσης Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου, η οποία μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για την πολυπληθή γκάμα των επιδόρπιων κρασιών του νησιού. Τώρα επιτρέπεται η παραγωγή κρασιών και από ιδιωτικά οινοποιεία.

Τα ελαφριά και φρουτώδη κρασιά δεξαμενής, μελένια και συμπυκνωμένα λιαστά κρασιά, μπαχαρένια, βαρελάτα, αλλά και τα σπάνια παλαιωμένα, όλα με την ένδειξη «Σάμος», καλύπτουν κάθε απαίτηση, κάθε κατηγορία τιμής, πάντα με εκπληκτική σχέση με την ποιότητα, καθώς και αμέτρητο αριθμό γευστικών συνδυασμών με πλήθος επιδορπίων.

 

Ωστόσο, πάνω από την ανεξάντλητη παλέτα αρωμάτων και γεύσεων που μας χαρίζουν τα διακεκριμένα γλυκά κρασιά από τη Σάμο, βρίσκεται το ανεξίτηλο αποτύπωμα ενός μοναδικού terroir, που προδίδεται από τη σχεδόν κρεμώδη γεύση και το μοσχάτο άρωμα του σταφυλιού, που κάνει αισθητή την παρουσία του, ακόμα και κάτω από τα αρώματα καφέ, μπαχαρικών και ξύλου της παλαίωσης.

 

Η Σάμος αποτελεί έναν ξεχωριστό τόπο για την παραγωγή γλυκών κρασιών. Δεν είναι μόνο ο εκπληκτικής αισθητικής αμπελώνας της, που αποτελεί ένα πραγματικό ντοκουμέντο της παγκόσμιας οινικής κληρονομιάς, ούτε οι αμέτρητες διακρίσεις που λαμβάνουν τα κρασιά της σε κάθε οινικό διαγωνισμό του κόσμου που συμμετέχουν. Είναι πάνω από όλα, η ικανότητα των κρασιών αυτών να συνεπαίρνουν τις αισθήσεις, προσφέροντας ένα μοναδικό οινικό οδοιπορικό, γεμάτο εξωτισμό και εκπλήξεις!

Νυχτέρι

Η νήσος Σαντορίνη έχει πολύ μακρά ιστορία στην παραγωγή παραδοσιακών κρασιών. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα εξ αυτών, που παραμένει σε παραγωγή έως και σήμερα είναι το νυχτέρι, ένα ξηρό λευκό κρασί, με ιδιαίτερους χαρακτήρες. Το Νυχτέρι φτιαχνόταν κυρίως από Ασύρτικο, αθήρι και Αηδάνι και η ζύμωσή του γινόταν με ολόκληρα τσαμπιά. Το αποτέλεσμα ήταν ένα υψηλόβαθμο λευκό κρασί, που παλαίωνε σε δρύινα βαρέλια για αρκετά χρόνια.

 

Παραδοσιακά, τα σταφύλια για το Νυχτέρι πατιούνταν όλη τη νύχτα, που ακολουθούσε τον τρύγο, ο οποίος ξεκινούσε πολύ νωρίς το πρωί, ώστε το μεγαλύτερο μέρος του να γίνει με δροσιά (το Νυχτέρι παίρνει το όνομά του από τη λέξη νύχτα). Με άλλα λόγια, μέσω μίας εξαιρετικά κοπιαστικής εργασίας, το σταφύλι έμενε το λιγότερο δυνατό χρόνο στο πατητήρι, πριν πατηθεί και μεγάλο μέρος του ήταν τρυγημένο σε χαμηλότερη θερμοκρασία από τις συνηθισμένες, ώστε η καταπόνησή του να είναι η λιγότερη δυνατή. Έτσι, το Νυχτέρι ήταν πιο φίνο κρασί, αφού ο μούστος του δεν οξειδωνόταν και δεν εκχύλιζε τα φαινολικά συστατικά των σταφυλιών. Τη νύχτα, άλλωστε, οι κίνδυνοι της οξείδωσης και της αλλοίωσης είναι μικρότεροι, αφού δεν υπάρχει το φως του ήλιου, η θερμοκρασία είναι χαμηλότερη, ενώ οι άνεμοι του Αιγαίου δρόσιζαν τις κάναβες (τα «οινοποιεία» της Σαντορίνης).

 

Το νυχτέρι συνεχίζει να παράγεται σήμερα, με σύγχρονα όμως μέσα οινοποίησης. Άλλωστε, η ποικιλιακή σύνθεση, το οικοσύστημα και ο οργανοληπτικός χαρακτήρας ενός ιδιαιτέρου και πολύπλοκου Νυχτεριού του παρελθόντος, μετεξελίχτηκε στην πράξη, σε ένα σύγχρονο υψηλόβαθμο κρασί ΠΟΠ Σαντορίνη, περασμένο από βαρέλι, που παράγεται από υπερώριμα σταφύλια.

 

Εκτός από το νυχτέρι, τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά παραδοσιακά κρασιά της Σαντορίνης ήταν και σε κάποιες περιπτώσεις είναι, τα εξής:

 

  • Το Vinsanto: το γνωστό λευκό γλυκό κρασί, ΠΟΠ Σαντορίνη, που παράγεται έως και σήμερα.

 

  • Το μέτζο (mezzo): ένα κόκκινο, λιγότερο γλυκό κρασί από το Vinsanto (η παραγωγή του αναβιώνει σταδιακά).

 

  • Το Ξενόλοο: από ποικιλίες αμπέλου, εκτός των κλασικών σαντορινιών («ξένες»).

 

  • Το μπρούσκο: ένα τραχύ και τανικό κρασί, που απαιτούσε παλαίωση και παραγόταν σε όλους τους χρωματικούς τύπους, από σταφύλια που μαζεύονταν λίγα-λίγα και επί μέρες, μέχρι να πατηθούν (ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι γινόταν για το Νυχτέρι).

Βερντέα

H Βερντέα είναι ένα παραδοσιακό λευκό πολυποικιλιακό κρασί, που παράγεται στη Ζάκυνθο, ένα νησί του Ιονίου πελάγους, στη Δυτική Ελλάδα, που για αιώνες ήταν στην κατοχή των Βενετών. Στη βενετική επιρροή οφείλει η βερντέα το όνομά της, από την ιταλική λέξη «verde», που σημαίνει «πράσινο», παραπέμποντας στο πράσινο χρώμα των σχεδόν άγουρων σταφυλιών που χρησιμοποιούνταν για την αύξηση της οξύτητας του κρασιού. Η βερντέα πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα και ταυτίστηκε με τη μετέπειτα αμπελοοινική ιστορία του νησιού.

 

Παρά το μικρό μέγεθος της Ζακύνθου, εδώ και αιώνες καλλιεργούνται εκεί πολλές δεκάδες γηγενών ποικιλιών αμπέλου. Χαρακτηριστική μαρτυρία, αποτελεί ένα ποίημα του 1601, όπου σε λίγους στίχους απαριθμούνται 34 ποικιλίες, οι περισσότερες εκ των οποίων επιβιώνουν έως και σήμερα! Ωστόσο, η ονομασία βερντέα δεν αναφέρεται σε ποικιλία αμπέλου, αλλά σε τύπο κρασιού. Οι κύριες ποικιλίες που συμμετέχουν στην παραγωγή της βερντέας είναι οι εξής:

 

  • Σκιαδόπουλο

 

  • Παύλος

 

  • Ρομπόλα

 

  • Γουστολίδι

 

  • Αυγουστιάτης

 

Η παραδοσιακή βερντέα ήταν ένα ξηρό, υψηλόβαθμο κρασί, με έντονη την αίσθηση της μακρόχρονης παραμονής σε δρύινα βαρέλια, παραπέμποντας σε κρασιά που θυμίζουν sherry. Σήμερα, συναντάμε βερντέες, που χωρίς να χάνουν τον παραδοσιακό χαρακτήρα τους, έχουν περισσότερο φρουτώδη αρώματα, μεγαλύτερη φρεσκάδα και πικάντικη γεύση. Το χρώμα τους είναι κεχριμπαρένιο. Τα κρασιά βερντέα φέρουν την ένδειξη «Ονομασία κατά Παράδοση» (ΟΚΠ), όπως και η ρετσίνα.

Ρετσίνα

Η ρετσίνα είναι το πλέον γνωστό παραδοσιακό ελληνικό κρασί. Για αρκετά χρόνια ήταν ο πιο γνωστός τύπος ελληνικού κρασιού, σε σημείο που η φήμη της –όχι πάντα θετική– να επισκιάζει γνωστά ελληνικά κρασιά και τοπωνύμια.

 

Η ρετσίνα παράγεται αδιάλειπτα εδώ και χιλιάδες χρόνια, όπως αποδεικνύεται από αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά και από αμέτρητες γραπτές αναφορές, σχετικά με την παραγωγή και την κατανάλωση του ρητινίτη οίνου, όπως ονομαζόταν στην αρχαιότητα. Οι κύριοι λόγοι για τους οποίους γινόταν η χρήση ρετσινιού στους οίνους και διαδόθηκε η παραγωγή της ρετσίνας ήταν οι εξής:

 

  • Η γειτνίαση των αμπελώνων με πευκοδάση που παράγουν ρετσίνι, ειδικά στην κεντρική Ελλάδα (Στερεά Ελλάδα).
  • Η πρακτική της σφράγισης του στομίου και της επάλειψης του εσωτερικού των αμφορέων (δοχείων της αρχαιότητας για την αποθήκευση και τη μεταφορά του κρασιού), με ρετσίνι από πεύκα, για στεγανοποίηση και αποφυγή της επαφής του κρασιού με τον αέρα.
  • Η προσθήκη ρητίνης (ρετσινιού) για την καλύτερη συντήρηση του κρασιού.
  • Η χρήση κρασοβάρελων από ξύλο πεύκου (σε μεταγενέστερους χρόνους).
  • Η προσθήκη ρητίνης για βελτίωση οργανοληπτικά υποβαθμισμένων κρασιών.
  • Η επέμβαση με προσθήκη ρητίνης για το ιδιαίτερο άρωμά της, οινολογική πρακτική η οποία εφαρμόζεται και σήμερα.

Η ρετσίνα παράγεται με την προσθήκη φυτικής ρητίνης πεύκου, του είδους Pinus Hallepensis, κατά τη διάρκεια της ζύμωσης, με σκοπό την παραγωγή λευκού –σπανίως και ροζέ– κρασιού. Στη συνέχεια, η ρητίνη (το γνωστό ρετσίνι) απομακρύνεται, αφήνοντας στο κρασί μόνο το άρωμά της. Η κύρια ποικιλία παραγωγής ρετσίνας είναι το σαββατιανό, ενώ ακολουθεί ο ροδίτης.

 

Η ρετσίνα, όταν είναι καλής ποιότητας, εκφράζεται με το χαρακτηριστικό βαλσαμικό άρωμα του πεύκου, αφήνοντας όμως να φανούν και τα αρώματα του σταφυλιού. Η ανεπαίσθητη αίσθηση πικράδας στη γεύση της προκαλεί ένα δροσιστικό, σχεδόν αναψυκτικό τελείωμα, σα να υπάρχει στο κρασί ανθρακικό, κάνοντάς την ιδανικό σύντροφο των έντονων πιάτων της παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας.

 

Η ρετσίνα μπορεί να παραχθεί μόνο στην Ελλάδα, σε όλη τη χώρα, φέροντας την ένδειξη «Ονομασία κατά Παράδοση» (όπως και το κρασί βερντέα). Οι πιο γνωστές περιοχές παραγωγής ρετσίνας, με το δικαίωμα αναγραφής τους στην ετικέτα του κρασιού, ανήκουν στη Στερεά Ελλάδα και είναι οι εξής:

 

  • Αττική (κυρίως η περιοχή Μεσόγεια),
  • Βοιωτία και
  • Εύβοια.

Δαφνές

Από την αρχαιότητα έως σήμερα, οι Δαφνές θεωρούνται μία από τις πιο σημαντικές περιοχές αμπελοκαλλιέργειας της Κρήτης, όπου η αμπελουργία συνέχισε να υπάρχει σε όλες τις ιστορικές περιόδους. Άνθισε ιδιαίτερα κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, όπως φανερώνουν ευρήματα αμφορέων και ληνοί (πατητήρια), στη συνέχεια κατά τη βυζαντινή περίοδο λόγω της σύνδεσης κρασιού – χριστιανισμού, αλλά και κατά τη Βενετοκρατία, όταν τα κρασιά της μεγαλονήσου έγιναν σημαντικό εμπορικό αντικείμενο των ενετών εμπόρων· ας μη ξεχνάμε εξάλλου τον Μαλβαζία οίνο, το γνωστότερο κρασί του Μεσαίωνα.

 

Σύμφωνα με το μύθο, οι Δαφνές πήραν το όνομά τους από μία δάφνη που φύτρωσε σε ναό της περιοχής (Αγία Ζώνη). Το Δαφνιανό κρασί ήταν ήδη ονομαστό και περιζήτητο προς το τέλος του Μεσαίωνα, ενώ η αμπελουργία και η οινοποίηση δεν σταμάτησαν ουσιαστικά ποτέ να αποτελούν μία από τις σημαντικότερες ενασχολήσεις των κατοίκων, όπως συμβαίνει και σήμερα.

 

Το κλίμα της περιοχής είναι μεσογειακό και οι αμπελώνες βρίσκονται σχεδόν αποκλειστικά σε πλαγιές και σε ασβεστώδη εδάφη, όπως αυτά που προτιμά η ποικιλία λιάτικο, από την οποία παράγονται τα ερυθρά γλυκά κρασιά ΠΟΠ Δαφνές. Εκεί, το λιάτικο ωριμάζει καλά και νωρίς, προς τα τέλη Ιουλίου, εξ ου και το όνομά του (ιουλιάτικο – λιάτικο). Οι λεπτόφλουδες ρώγες του έχουν αρκετές ταννίνες και υψηλή οξύτητα, όχι όμως πολύ χρώμα και θεωρούνται καλές για την παραγωγή γλυκών οίνων. Ωστόσο, στις Δαφνές τα εδάφη είναι λιγότερο παραγωγικά από αυτά των γειτονικών περιοχών με συχνό αποτέλεσμα τη συμπύκνωση του σταφυλιού και τη χαμηλότερη στρεμματική απόδοση.

 

Τα γλυκά κρασιά ΠΟΠ Δαφνές, ανάλογα και με τον τύπο τους (οίνος γλυκύς – Vin Doux, οίνος γλυκύς φυσικός – Vin Doux Naturel και οίνος φυσικώς γλυκύς – λιαστός), χαρακτηρίζονται από χρώμα καμένης καραμέλας, συμπυκνωμένα αρώματα σοκολάτας και αποξηραμένων φρούτων και γεμάτο στόμα, με βελούδινη υφή και μακρά επίγευση. Παραμένοντας στην αφάνεια για αρκετά χρόνια της σύγχρονης αμπελοοινικής ιστορίας της Κρήτης, σήμερα παρουσιάζουν σημαντική ανάκαμψη με όλο και περισσότερα καλά δείγματα.