Άρθρα

Εναλλακτικά δοχεία στο οινοποιείο: Εξερευνώντας νέα μονοπάτια στα ελληνικά ΠΟΠ και ΠΓΕ κρασιά

Όταν μιλάμε για κρασί, οι έννοιες της ωρίμασης και της παλαίωσης συχνά παραπέμπουν σε δρύινα βαρέλια και κελάρια με μπουκάλια κρασιού που περιμένουν υπομονετικά τον χρόνο να δουλέψει προς όφελός τους. Στην Ελλάδα του σήμερα, το τοπίο είναι πολύ πιο ζωντανό και πολυσύνθετο. Στις ζώνες ΠΟΠ και ΠΓΕ, η νέα γενιά οινοποιών πειραματίζεται, δημιουργεί και ξανασυστήνει τις παραδοσιακές ποικιλίες μέσα από διαφορετικές μορφές ωρίμασης – πάντα με στόχο να αναδειχθεί ο χαρακτήρας του κρασιού και του τόπου.

Σίγουρα, τα βαρέλια, μικρά ή μεγάλα, γαλλικής ή αμερικάνικης δρυός, εξακολουθούν να έχουν σημαντική θέση και χρησιμοποιούνται για να προσδώσουν δομή, πικάντικες νότες και δυνατότητα παλαίωσης. Όμως σήμερα, οι παραγωγοί προτιμούν συχνά την επίδραση του ξύλου να βρίσκεται στο φόντο. Θα προτιμήσουν ουδετέρου τύπου βαρέλια, με πιο ήπια «καψίματα», ή μεγάλα foudres και παλιά βαρέλια που δεν καλύπτουν τον χαρακτήρα του φρούτου και αφήνουν το terroir να αναδειχτεί.

Άλλοι στρέφονται σε πήλινους αμφορείς ή τσιμεντένιες δεξαμενές — τεχνικές με αρχαίες ρίζες αλλά σύγχρονη εφαρμογή. Η ποικιλία Ασύρτικο, για παράδειγμα, όπως εκφράζεται στην ΠΟΠ Σαντορίνη, βρίσκει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες εκδοχές μέσα από τέτοιες μορφές ωρίμασης. Αντίστοιχα, το Σαββατιανό — κύρια ποικιλία της ΠΓΕ Αττική — και η Μαλαγουζιά αποκτούν δομή και όγκο, χωρίς να «καταπιέζεται» το φρούτο. Στις ερυθρές ποικιλίες όπως, η Λημνιώνα (ΠΓΕ Τύρναβος) και το Ξινόμαυρο (ΠΓΕ Ημαθία), οι εναλλακτικές μέθοδοι ωρίμασης τονίζουν τα χαρακρηριστικά του τόπου και των ποικιλιών.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι συνδυασμοί αυτών των μέσων ωρίμασης: δεξαμενές, βαρέλια και αμφορείς, συνυπάρχουν στο οινοποιείο και «μπλέκονται» ανάλογα με το επιθυμητό προφίλ. Σε κάποιες ζώνες όπως η ΠΟΠ Δαφνές και η ΠΟΠ Νάουσα, η επιλογή διαφορετικών δοχείων λειτουργεί συμπληρωματικά, αναδεικνύοντας διαφορετικές διαστάσεις της ίδιας ποικιλίας. Στις ΠΓΕ ζώνες, η ελευθερία που δίνεται στους παραγωγούς επιτρέπει ακόμα πιο δημιουργικές επιλογές, που συχνά οδηγούν σε κρασιά με χαρακτηριστική φρεσκάδα, υφή και μακρά επίγευση.

Αυτό που ξεχωρίζει στην ελληνική πραγματικότητα είναι η διάθεση για πειραματισμό με μέτρο, σεβασμό στο σταφύλι και στο περιβάλλον του. Η παλαίωση δεν είναι εδώ ένα αυτοσκοπός, αλλά εργαλείο για να ενισχυθεί η πολυπλοκότητα, να μαλακώσει η δομή ή να διατηρηθεί η ενέργεια. Άλλοτε ζητούμενο είναι η στρογγυλότητα, άλλοτε η αμεσότητα.

Από την ΠΓΕ Κρήτη έως τη ΠΓΕ Μακεδονία, και από την ΠΓΕ Κυκλάδες έως την ΠΓΕ Πελοπόννησος, οι ελληνικοί αμπελώνες μάς δείχνουν ότι η παράδοση και η καινοτομία μπορούν να συνυπάρξουν. Όχι για να εντυπωσιάσουν, αλλά για να εκφράσουν — με ακρίβεια και αλήθεια — τον τόπο και την ποικιλία. Αυτό είναι το νέο πρόσωπο των κρασιών του ελληνικού αμπελώνα: και οι άπειρες διαθέσιμες επιλογές ωρίμασης που έχει μπροστά του ο παραγωγός είναι μια άσκηση ακριβείας που οδηγεί σε κρασιά με ισορροπία και χαρακτήρα.

Φρεσκάδα και κομψός χαρακτήρας: Η νέα προσέγγιση στα ΠΟΠ και ΠΓΕ ελληνικά κρασιά

Για χρόνια, η ποιοτική εικόνα των κρασιών συνδεόταν στο μυαλό του καταναλωτή με έννοιες όπως ο ώριμος χαρακτήρας, ο πλούτος και το έντονο βαρέλι. Σήμερα όμως, αυτή η εικόνα αλλάζει ριζικά. Μια νέα γενιά κρασιών ΠΟΠ και ΠΓΕ — γεμάτων φρεσκάδα, ενέργεια και αυθεντικότητα — αποκαλύπτει τις σύγχρονες δυνατότητες του ελληνικού αμπελώνα, μέσα από στυλ που συνδιαλέγονται ισότιμα με τις τάσεις σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η φρεσκάδα δεν είναι απλώς γευστικό χαρακτηριστικό — είναι φιλοσοφία. Σημαίνει κρασιά με ακρίβεια, καθαρότητα έκφρασης, σεβασμό στην ποικιλία, στον τόπο και στον σύγχρονο καταναλωτή. Και στον ελληνικό αμπελώνα, αυτή η φρεσκάδα είναι φυσική απόρροια της ιδιομορφίας του ελληνικού αμπελώνα.

Παρά το ζεστό μεσογειακό κλίμα, το υψόμετρο, τα θαλάσσια ρεύματα και η γεωλογική ποικιλομορφία δημιουργούν ιδανικά μεσοκλίματα. Το αποτέλεσμα; Κρασιά με ζωντανή οξύτητα, ένταση και εκφραστικά αρώματα — σε όλες τις κατηγορίες και στυλ.

Τα λευκά κρασιά είναι από τους πιο αυθεντικούς εκφραστές αυτής της νέας εικόνας. Η ΠΟΠ Ρομπόλα Κεφαλλονιάς αποτυπώνει μια σπάνια, νησιωτική εκδοχή φρεσκάδας, με ντελικάτα εσπεριδοειδή, αλμύρα και ενέργεια στο στόμα. Η Βηλάνα, μια ποικιλία που κάποτε θεωρούνταν ουδέτερη, επαναπροσδιορίζεται δυναμικά στην Κρήτη, προσφέροντας δροσερά και κομψά κρασιά με φρουτώδη χαρακτήρα στην αμπελουργική ζώνη ΠΟΠ Πεζά και σε ΠΓΕ όπως το ΠΓΕ Κρήτη. Το Μοσχοφίλερο στην ΠΟΠ Μαντινεία δίνει αρωματικά, ζωηρά κρασιά με φινετσάτη οξύτητα, που συνδυάζονται άψογα με τη σύγχρονη κουζίνα και την τάση για ελαφριά κρασιά και φαγητό.

Στα ροζέ, η νέα γενιά κρασιών αποφεύγει τον επιφανειακό εντυπωσιασμό και ποντάρει στην έκφραση και τη φινέτσα. Η Λημνιώνα στην ΠΓΕ Θεσσαλία δίνει ροζέ με βάθος και φρεσκάδα, ιδανικά για σύγχρονες γαστρονομικές προτάσεις. Στην ΠΟΠ Αμύνταιο, η μοναδική συνύπαρξη υψομέτρου και δροσερού κλίματος δημιουργεί ροζέ κρασιά με ισορροπία, φρεσκάδα και διακριτική πολυπλοκότητα. Το ροζέ Αγιωργίτικο, συχνά με την ένδειξη ΠΓΕ Κορινθία, συνδυάζει φρουτώδη χαρακτήρα με φρεσκάδα και απαλότητα.

Στα ερυθρά, η φρεσκάδα αποκτά νέες διαστάσεις. Οι παραγωγοί επιλέγουν εκφράσεις με ακρίβεια και ενέργεια, αποφεύγοντας την υπερβολική εκχύλιση και τη βαριά χρήση ξύλου. Το Ξινόμαυρο στην ΠΟΠ Γουμένισσα αποδεικνύει πως η τανικότητα μπορεί να συνυπάρξει αρμονικά με την οξύτητα και τη φινέτσα. Αντίστοιχα, διεθνείς ποικιλίες, εκφρασμένες σε κρασιά ΠΓΕ ή ποικιλιακούς οίνους, αποκτούν στην Ελλάδα μία νέα, πιο δροσερή και ευέλικτη ταυτότητα.

Η νέα εικόνα του ελληνικού κρασιού δεν ακολουθεί νόρμες. Προτείνει κάτι ειλικρινές και ουσιαστικό: κρασιά που στέκονται με αυτοπεποίθηση στο σήμερα. Όχι μόνο ευχάριστα στο ποτήρι, αλλά και συναρπαστικά στο γαστρονομικό τραπέζι — με ευελιξία, ενέργεια και χαρακτήρα.

Μέσα από τις ζώνες ΠΟΠ και ΠΓΕ, αυτή η νέα εικόνα των ελληνικών κρασιών αποκτά σταθερότητα και υπόσταση. Είναι κρασιά που μιλούν τη γλώσσα της φρεσκάδας — και μέσα από αυτήν, αφηγούνται με ακρίβεια τη νέα εποχή του ελληνικού αμπελώνα.

Articles

Κρασιά ήπιας παρέμβασης: επιστροφή στο μέλλον

Τα τελευταία χρόνια, μια νέα (ή ίσως όχι και τόσο) τάση αποκτά ολοένα και περισσότερο έδαφος στον κόσμο του κρασιού — τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα. Πρόκειται για τα κρασιά ήπιας παρέμβασης: κρασιά που προσπαθούν να εκφράσουν με αυθεντικότητα τον τόπο και την ποικιλία τους, μέσα από μια λιγότερο παρεμβατική φιλοσοφία (less is better), που ξεκινάει από το αμπέλι και φτάνει μέχρι την εμφιάλωση.

Η προσέγγιση αυτή έρχεται ως αντίβαρο σε πιο εντατικά και τεχνοκρατικά μοντέλα παραγωγής τα οποία τις τελευταίες δεκαετίες επικράτησαν σε παγκόσμιο επίπεδο. Εστιάζει στον σεβασμό προς το αμπελοτόπι και στη διατήρηση της φυσικής ισορροπίας στο οικοσύστημα του αμπελώνα. Οι παραγωγοί που την ακολουθούν, εφαρμόζουν συχνά βιολογικές ή βιοδυναμικές πρακτικές, αποφεύγοντας κατά το δυνατόν τη χρήση χημικών στο αμπέλι, αλλά και στο κελάρι.

Η φιλοσοφία αυτή δεν σταματά στην καλλιέργεια. Συνεχίζεται στην οινοποίηση, όπου ο ρόλος του οινοποιού μετατρέπεται από «δημιουργός» σε συνοδοιπόρο της φύσης. Ο παραγωγός «αφουγκράζεται» τον τόπο και στόχος του είναι ένα κρασί που θα εκφράζει καθαρά την προέλευση, την ποικιλία και την εσοδεία του, χωρίς έντονη παρέμβαση μέσω πρόσθετων, όπως επιλεγμένες ζύμες, οξέα ή τανίνες. Η χρήση θειώδους είναι ελάχιστη ή και μηδενική, όπου αυτό μπορεί να είναι εφικτό.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η διαδικασία αφήνεται στην τύχη της. Αντίθετα, απαιτεί υψηλό επίπεδο τεχνικής γνώσης, διαρκή παρακολούθηση και πολύ προσεκτικούς χειρισμούς σε όλα τα στάδια της παραγωγής. Το αποτέλεσμα, όταν η προσέγγιση αυτή εφαρμόζεται με συνέπεια, είναι κρασιά με χαρακτήρα, ενέργεια και προσωπικότητα.

Στην Ελλάδα, μια χώρα μικρής κλίμακας παραγωγής, ολοένα και περισσότεροι παραγωγοί στρέφονται σε αυτή τη φιλοσοφία — παράγοντας κρασιά ήπιων παρεμβάσεων σε ζώνες ΠΟΠ και ΠΓΕ, όπως η ΠΓΕ Αχαΐα, η ΠΟΠ Πάτρα, η ΠΟΠ Νάουσα ή οι ΠΓΕ Κυκλάδες. Τα κρασιά αυτά κάνουν αίσθηση σε κάβες και εστιατόρια εντός και εκτός Ελλάδας ενώ παράλληλα, συμμετέχουν με επιτυχία σε διεθνείς εκθέσεις, κερδίζοντας την προσοχή του οινικού Τύπου και του κοινού που αναζητά αυθεντικότητα και φρεσκάδα.

Τα κρασιά ήπιας παρέμβασης κερδίζουν συνεχώς έδαφος στο ελληνικό οινικό τοπίο. Η γεύση τους συχνά ξεχωρίζει για την αμεσότητα, τη ζωντάνια και την έντονη έκφραση του terroir — δίνοντας την αίσθηση της προέλευσης σε αυτόν που τα δοκιμάζει. Οίνοι ΠΟΠ, ΠΓΕ και Ποικιλιακοί Οίνοι από όλη τη χώρα προσφέρουν γευστικές εμπειρίες με χαρακτήρα και προσωπικότητα. Το κοινό που στρέφεται προς αυτά τα κρασιά είναι συχνά νεότερης ηλικίας, πιο ενημερωμένο και πιο δεκτικό στην αυθεντικότητα και σε έννοιες όπως η βιωσιμότητα. Γι’ αυτό και όλο και περισσότερα wine bars και εστιατόρια τα εντάσσουν στις λίστες τους, προτείνοντάς τα όχι ως τάση, αλλά ως μια σημαντική έκφραση της σύγχρονης ελληνικής οινοποιητικής κουλτούρας.

Αν και η έννοια της ήπιας παρέμβασης δεν ορίζεται νομοθετικά, η αξία της στηρίζεται στη διαφάνεια και στη συνέπεια του κάθε παραγωγού. Σε αντίθεση με τις κατοχυρωμένες ενδείξεις ΠΟΠ και ΠΓΕ, που προσφέρουν σαφή γεωγραφική και ποικιλιακή ταυτότητα, η ήπια παρέμβαση λειτουργεί ως φιλοσοφία παραγωγής, ανεξαρτήτως κατηγορίας. Εκεί όπου δεν υπάρχουν ετικέτες που να το δηλώνουν ρητά, μιλούν τα ίδια τα κρασιά και οι πρακτικές όσων τα δημιουργούν.

Σε μια εποχή όπου η ποιότητα ταυτίζεται όλο και περισσότερο με τη συνείδηση και τον σεβασμό στη φύση, τα κρασιά ήπιας παρέμβασης αποτελούν μια ενδιαφέρουσα, ανερχόμενη πρόταση — για τον παραγωγό, για τον επαγγελματία, αλλά κυρίως για τον σύγχρονο καταναλωτή.

 

Καινοτομία στην Οινοποίηση

Η ελληνική οινοπαραγωγή, όχι μόνο έχει να επιδείξει θαύματα ποιότητας, αλλά παρουσιάζεται καινοτόμος σε κάθε βήμα της. Αυτό, ωστόσο, δεν πρέπει να οδηγεί στην εσφαλμένη εντύπωση πως μια φιάλη σύγχρονου ελληνικού κρασιού περιέχει μεν ένα τεχνολογικά άρτιο, αλλά οργανοληπτικά απρόσωπο κρασί. Αντιθέτως, ανάμεσα στις καινοτομίες των ελληνικών κρασιών είναι αυτή ακριβώς η συνύπαρξη παλιού και νέου• η χρήση της τεχνολογίας και των πλέον μοντέρνων μεθόδων, με σκοπό την ανάδειξη, όσο το δυνατόν εντονότερα, της μοναδικής φυσιογνωμίας του ελληνικού αμπελώνα και των κρασιών του.

 

Τα σύγχρονα ελληνικά κρασιά κουβαλούν μια μακραίωνη οινική ιστορία, έχουν κληρονομιά μοναδικές αμπελουργικές πρακτικές και βέβαια το θησαυρό των γηγενών ποικιλιών αμπέλου. Όλα αυτά, μαζί με τη συνεισφορά των ενθουσιωδών παραγωγών, που εφαρμόζουν σύγχρονη οινοπαραγωγή ανθρώπινης κλίμακας, τα καθιστούν διαφορετικά και μοναδικά. Παρ’ όλα αυτά, τα σύγχρονα κρασιά της Ελλάδας δεν μένουν εκεί, γιατί η συνεχής εξέλιξη είναι πολύ σημαντικός παράγοντας για το κρασί! Έτσι, εδώ και αρκετές δεκαετίες, οι καινοτομίες των ελληνικών κρασιών είναι πολλές. Ξεκινούν από το αμπέλι και φτάνουν έως τα ποτήρια, νέων και βετεράνων οινόφιλων, γοητεύοντάς τους. Γιατί η ανάδειξη της ποιότητας και του χαρακτήρα των ελληνικών κρασιών, καθώς και η ενίσχυση της εικόνας τους στη διεθνή οινική αγορά απαιτούν καινοτόμες ενέργειες, από τη… ρίζα, μέχρι το μπουκάλι. Οι καινοτομίες των ελληνικών κρασιών, των σύγχρονων κρασιών της Ελλάδας, αποδεικνύουν και εδραιώνουν την περίοπτη θέση τους παγκοσμίως.

 

Η οινοποίηση και ο εξοπλισμός πλήθους ελληνικών οινοποιείων παραδίδουν μαθήματα τεχνολογικής εξέλιξης. Η καινοτόμος οινοποίηση αποτελεί έτσι γεγονός για τα σύγχρονα ελληνικά κρασιά που ανταγωνίζονται σε αυτόν τον τομέα τις πλέον προηγμένες τεχνολογικά οινοπαραγωγές χώρες.

 

Μια καινοτόμος οινοποίηση ξεκινά από τα πλέον σύγχρονα πιεστήρια, που επιτρέπουν την εξαγωγή του γλεύκους σε συνθήκες απουσίας οξυγόνου. Από την άλλη μεριά, σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, που οι θερμοκρασίες κατά την περίοδο των ζυμώσεων είναι ιδιαίτερα υψηλές, η χρήση ανοξείδωτων δεξαμενών με πολλαπλά τοιχώματα, όπου μέσα τους κυκλοφορεί ψυκτικό υγρό, είναι εκ των ων ουκ άνευ, ενώ δεν λείπουν και οι εναλλάκτες θερμότητας, όπου μπορούν σε χρόνο ρεκόρ να κρυώσουν το μούστο. Οι επενδύσεις προς χάρη της καινοτόμου οινοποίησης δεν σταματούν όμως εδώ, αφού ερυθροί οινοποιητές, πολλοί εκ των οποίων εξαιρετικά προηγμένοι αναλαμβάνουν σε πολλές περιπτώσεις να εξάγουν όλο το χρώμα και τη δύναμη, αλλά όχι και την επιθετικότητα από τις φλούδες των ερυθρών σταφυλιών. Από την άλλη μεριά, τα βαρέλια και οι ξύλινες δεξαμενές που αναλαμβάνουν πολλές φορές τις ωριμάσεις και τις οινοποιήσεις λευκών και ερυθρών κρασιών, όχι μόνο είναι κορυφαίας ποιότητας, αλλά ανανεώνονται αρκετά συχνά, καθιστώντας τα ελληνικά κελάρια πραγματικό χάρμα ιδέσθαι. Παράλληλα, όμως, εξασφαλίζουν και εξαιρετική υγιεινή στα ευαίσθητα κρασιά.

 

Καινοτόμος οινοποίηση μπορεί όμως να υφίσταται κοιτάζοντας προς κάθε κατεύθυνση. Έπειτα λοιπόν από την κυριαρχία των επιλεγμένων ζυμών, που η ασφάλεια και η δυνατότητα ελέγχου που παρέχουν τις θέτουν πρώτες στις προτιμήσεις των Eλλήνων οινολόγων, η χρήση ιθαγενών ζυμών συναντάται πλέον στην ελληνική οινοποιία, ειδωμένη πλέον με συστηματοποιημένη και ερευνητική ματιά. Ωστόσο και αυτή ακόμα η πρωτοκαθεδρία των επιλεγμένων ζυμών δεν έχει προκύψει τυχαία, αλλά μέσα από μακρόχρονο πειραματισμό με διαφορετικά στελέχη, που έχει οδηγήσει σε επιλογές που όχι μόνο δεν καλύπτουν, αλλά ενισχύουν τη μοναδικότητα των αρωμάτων και των γεύσεων των σύγχρονων κρασιών της Ελλάδας.

 

Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στη σταθεροποίηση των κρασιών, που λαμβάνει χώρα σε μοντέρνες δεξαμενές, αλλά και στο φιλτράρισμα, που όποτε εφαρμόζεται, έχει την αρωγή σύγχρονων μεθόδων (π.χ. διαμέσου φίλτρων γης διατόμων), προσθέτοντας ένα ακόμα κομμάτι στο παζλ μιας καινοτόμου οινοποίησης αιχμής.

 

Η προσήλωση της ελληνικής οινοποιίας στην υψηλή τεχνολογία και στην καινοτόμο οινοποίηση δεν αποδεικνύεται απλώς με λόγια, αλλά και με τη… βούλα, αφού ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των σύγχρονων κρασιών της Ελλάδας προέρχεται από οινοποιεία που έχουν λάβει τις αυστηρότατες πιστοποιήσεις διασφάλισης ποιότητας ISO και HACCP.

 

Επίσης, πειραματικές οινοποιήσεις και μικροοινοποιήσεις, είτε σε επίπεδο φορέων, είτε ιδιωτών (ή μέσω συνεργασιών τους), που έρχεται συχνά και ως αποτέλεσμα πειραματικών φυτεύσεων, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της καινοτόμου οινοποίησης μιας οινοπαραγωγικής χώρας που θέλει να βρίσκεται και στο μέλλον μέσα στο παγκόσμιο οινικό γίγνεσθαι και εφαρμόζονται συστηματικά στην Ελλάδα.

Ενθουσιώδεις Έλληνες οινοπαραγωγοί

Πολύ κρασί έχει τρέξει στα αυλάκια των οινοποιείων μέχρι τα εξαιρετικά κρασιά του ελληνικού αμπελώνα να βρεθούν στα ποτήρια του κόσμου, με κύριους αυτουργούς τους ενθουσιώδεις Έλληνες οινοπαραγωγούς. Τα σύγχρονα βέβαια ελληνικά κρασιά διαφέρουν κατά πολύ από το κρασί της αρχαιότητας, που μπορεί να ήταν αραιωμένο με αλατισμένο νερό, εμπλουτισμένο με θυμάρι, μέντα, κανέλα, μέλι ή ρετσίνι, αλλά η πίστη στην παράδοση και στην έννοια του terroir παραμένει στην Ελλάδα αναλλοίωτη μέσα στο χρόνο. Έτσι, τα νέα κρασιά της Ελλάδας είναι μοναδικά, γιατί έχουν διατηρήσει αναλλοίωτες της αρχές του χθες, εμπλουτίζοντας και συμπληρώνοντάς τες ιδανικά με τις πλέον σύγχρονες μεθόδους του σήμερα, φτιάχνοντας ένα μοναδικό χαρμάνι.

 

Οι σπουδαίες γηγενείς ποικιλίες του ελληνικού αμπελώνα προσφέρουν ένα μοναδικό καλειδοσκόπιο αρωμάτων και γεύσεων, που συγκινούν κάθε φίλο του κρασιού, όπως ακριβώς και τους ενθουσιώδεις Έλληνες οινοπαραγωγούς ή τους πλέον απαιτητικούς γευσιγνώστες, που κάθε χρόνο τους απονέμουν πλήθος βραβείων και διακρίσεων στους πλέον καταξιωμένους διαγωνισμούς του πλανήτη.

 

Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που η αμπελοκαλλιέργεια και η οινοποίηση είναι γνωστή εδώ και αρκετές χιλιετίες και οι ελληνικές Ονομασίες Προέλευσης οίνων προηγήθηκαν ακόμα και των γαλλικών, περίπου κατά δύο χιλιάδες χρόνια, ίσως φαίνεται παράδοξο να υπάρχει ακόμα ενθουσιασμός γύρω από την παραγωγή κρασιού… Παρ’ όλα αυτά ο ελληνικός αμπελώνας είναι γεμάτος από ενθουσιώδεις Έλληνες οινοπαραγωγούς, που δεν έχουν χάσει ούτε ίχνος του πάθους τους για το κρασί.

 

Τίποτα όμως δεν είναι τυχαίο! Κατά καιρούς, από τις εποχές της χρυσής ελληνικής αρχαιότητας, ο αμπελώνας της Ελλάδας υπέφερε πολλά – από την τουρκική υποδούλωση έως τη φυλλοξήρα – με αποτέλεσμα τα κρασιά του να μετατραπούν για αρκετό καιρό από πρωταγωνιστές σε κομπάρσους της διεθνούς οινικής σκηνής. Το καλό όμως κρασί βρίσκεται στο DNA του Έλληνα και όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν, τα νέα κρασιά της Ελλάδας δήλωσαν ξανά ένα δυναμικό παρόν! Σήμερα πια, με τις επιδόσεις και το μοναδικό χαρακτήρα τους, κερδίζουν επάξια μια θέση στο τραπέζι και στο κελάρι κάθε απαιτητικού οινόφιλου, που ξέρει και αναζητά το ξεχωριστό, το σπάνιο και το διαφορετικό. Για να συμβούν όμως όλα αυτά χρειάστηκαν και χρειάζονται προικισμένοι άνθρωποι, που συνδυάζουν την πολύχρονη πείρα με φρέσκες ιδέες και αρκετές δεκαετίες σκληρής δουλειάς. Αυτοί οι άνθρωποι υπήρξαν και υπάρχουν και δεν είναι άλλοι από τους ενθουσιώδεις Έλληνες οινοπαραγωγούς, που άλλοτε έχοντας και ρόλο αμπελουργού, άλλοτε συνεργαζόμενοι με αμπελουργούς της Ελλάδας, χτίζουν από το αμπέλι έως τη φιάλη το εντυπωσιακό οικοδόμημα των σύγχρονων ελληνικών κρασιών.

Μοναδικές οινοποιητικές πρακτικές

Η Ελλάδα έχει πολύ μεγάλη οινοποιητική παράδοση, που ανέδειξε πλήθος από μοναδικές οινοποιητικές πρακτικές. Πολλές εξ αυτών καθιερώθηκαν, ούσες ήδη γνωστές για χιλιετίες, όπως δείχνουν οι ιστορικές αναφορές και τα αρχαιολογικά ευρήματα. Ανάμεσά τους είναι η χρήση πιεστηρίων, η απολάσπωση, η διήθηση, η θείωση, η παλαίωση κ.ά.

 

Τα ονομαστά ελληνικά κρασιά της αρχαιότητας δημιούργησαν τη φήμη τους εξαιτίας της ποιότητάς τους, που οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό σε αυτές τις ιδιαίτερα εξελιγμένες για την εποχή τους μοναδικές οινοποιητικές πρακτικές.

 

Με το πέρασμα του χρόνου, οι μοναδικές οινοποιητικές πρακτικές που αναπτύχθηκαν στην Ελλάδα μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, μαζί με την τεχνογνωσία που απαιτούν. Το αποτέλεσμα είναι η παραγωγή δημοφιλών κρασιών, τόσο στις περιοχές παραγωγής τους, όσο και αλλού και βέβαια σε οινόφιλους που αναζητούν να δοκιμάζουν την αμπελουργική παράδοση κάθε χώρας, γνωρίζοντας τα ιδιαίτερα και μοναδικά κρασιά της.

 

Χαρακτηριστικά παραδείγματα μοναδικών οινοποιητικών πρακτικών που εφαρμόζονται και στη σύγχρονη εποχή από Έλληνες οινοποιούς είναι τα εξής:

 

  • Το λιάσιμο των σταφυλιών, για την παραγωγή λιαστών κρασιών.

 

  • Η προσθήκη ρητίνης πεύκου για την παραγωγή ρετσίνας.

 

  • Οι διάφοροι και διαφορετικοί τρόποι οινοποίησης, για την παραγωγή παραδοσιακών κρασιών, όπως είναι η βερντέα, το νυκτέρι, ο μαρουβάς, τα αεριστά κρασιά, κ.ά. Πολλά από αυτά τα κρασιά, παράγονται σε ιστορικούς ελληνικούς αμπελώνες.

 

Σήμερα, οι περισσότερες από τις μοναδικές οινοποιητικές πρακτικές της Ελλάδας εφαρμόζονται κάτω από την επίβλεψη έμπειρων επιστημόνων, γεωπόνων και οινολόγων, με τη χρησιμοποίηση μηχανημάτων νέας τεχνολογίας, σε σύγχρονα οινοποιεία. Ωστόσο, η διαδικασία παραγωγής βασίζεται σε τεχνικές που πρωτοεφαρμόστηκαν εδώ και αιώνες.