PGIs

ΘΡΑΚΗ

Η Θράκη μαζί με την Μακεδονία υπήρξαν από την αρχαιότητα σημαντικές εστίες της διονυσιακής λατρείας, με πολλές αναφορές να θέλουν τον Θεό Διόνυσο να έρχεται από αυτά τα μέρη. Στα νεότερα χρόνια όμως υπήρξε μία στροφή προς  άλλες πιο επικερδείς καλλιέργειες όπως για παράδειγμα ο καπνός, οδηγώντας στη συρρίκνωση και στην σταδιακή εγκατάλειψη των αμπελώνων. Τις τελευταίες δεκαετίες όμως η κατάσταση έχει αντιστραφεί προς όφελος της αμπελοκαλλιέργειας.

Το κλίμα χαρακτηρίζεται υγρό και ζεστό, με υψηλό ποσοστό βροχοπτώσεων ειδικά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Η Οροσειρά της Ροδόπης προστατεύει τους αμπελώνες από τους βόρειους ψυχρούς ανέμους, ενώ η εγγύτητα με το Βόρειο Αιγαίο πέλαγος μετριάζει τις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα,  δροσίζοντας τους παράλληλα το καλοκαίρι. Στην Θράκη καλλιεργούνται τόσο γηγενείς όσο και διεθνείς ποικιλίες.

Από τις παραθαλάσσιες περιοχές, ευνοείται η καλλιέργεια των σταφυλιών, μόνο σε ένα μικρό κομμάτι που ξεκινάει μετά την Καβάλα και εκτείνεται μέχρι τη Μαρώνεια, όπου το επίπεδο της βροχόπτωσης, ειδικά το καλοκαίρι, κυμαίνεται σε φυσιολογικά επίπεδα.

Οι αμπελώνες στην Μαρώνεια, που βρίσκεται μόλις τέσσερα χιλιόμετρα από τη ακτή και κοντά στο όρος Ίσμαρος, εκτείνονται σε υψόμετρο 350 μ.. Οι θερμοκρασίες είναι χαμηλότερες από αυτές που επικρατούν στο ύψος της θάλασσας, δίνοντας έτσι κρασιά με υψηλότερη οξύτητα και καλύτερα επίπεδα χρώματος.

Τα Άβδηρα είναι μια επίσης σημαντική αναπαραγωγική περιοχή της Θράκης, με πολλές ομοιότητες με την Μαρώνεια τόσο κλιματολογικά όσο και μορφολογικά.

Ιωάννινα

Ιωάννινα

Η κυριότερη και μεγαλύτερη οινοπαραγωγική περιοχή της Ηπείρου είναι ο νομός Ιωαννίνων και κυρίως η Ζίτσα και το Μέτσοβο. Ο αμπελώνας Ζίτσας και Μετσόβου είναι από τους πιο ορεινούς της Ελλάδας (ορεινά και ημιορεινά αμπελοτόπια).

Αυτός της Ζίτσας έχει και το υψηλότερο βροχομετρικό ύψος στη χώρα (περίπου 1.000mm) και βρίσκεται στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Ηπείρου, σε υψόμετρο 700μ., στις ανατολικές πλαγιές της Πίνδου. Εδώ, η λευκή τοπική ποικιλία Ντεμπίνα καταλαμβάνει περίπου 5.000 στρέμματα, δίνοντας λευκούς ξηρούς και ξηρούς ημιαφρώδεις ΠΟΠ οίνους. Η Ντεμπίνα καλλιεργείται σε μονόπλευρο γραμμικό σχήμα και λίγα κύπελλα. Ο τρύγος γίνεται στα τέλη του Σεπτεμβρίου.

 

Κοντά στη Ζίτσα βρίσκεται ο ακόμα πιο ορεινός αμπελώνας του Μετσόβου, (900-1.000μ.) και ένας από τους πιο ορεινούς της Ελλάδας, γνωστός κυρίως για την καλλιέργεια της ποικιλίας  Cabernet Sauvignon, που όσον αφορά την Ελλάδα ξεκίνησε εδώ. Η καλλιέργεια της αμπέλου γίνεται κυρίως σε προσήλιες πλαγιές, με έντονη κλίση και σε αμμοπηλώδη εδάφη με καλή στράγγιση, ενώ το σύνολο των αμπελώνων είναι γραμμικοί.

ΗΠΕΙΡΟΣ

ΗΠΕΙΡΟΣ

H αμπελοκαλλιέργεια στην Ήπειρο ξεκινάει από τον 15ο αιώνα. Αν και ποσοτικά η παραγωγή υπολείπεται από τα άλλα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας, δεν συμβαίνει το ίδιο και από πλευράς ποιότητας. Η Ήπειρος παράγει, ως προς το στιλ, εκφραστικά κρασιά από γηγενείς και διεθνείς ποικιλίες. Η φυσική ομορφιά, η πολιτιστική κληρονομιά της Ηπείρου αλλά και οι πολλές περιοχές με οριακό κλίμα για αμπελοκαλλιέργεια, αποτελούν δυνατά χαρτιά για την ανάδειξη και την προβολή μιας μικρής αλλά δυναμικής οινικής βιομηχανίας.

Με εξαίρεση κάποιες μικρές πεδινές περιοχές, η Ήπειρος είναι ιδιαίτερα ορεινή, με το μεγαλύτερο μέρος των αμπελώνων να βρίσκεται σε υψόμετρο 700 μέτρων. Το υψηλό υψόμετρο είναι σημείο κλειδί για το ψυχρό κλίμα και τις συνθήκες υγρασίας που επικρατούν στη περιοχή. Το Ιόνιο πέλαγος, στα δυτικά, μετριάζει τα ακραία καιρικά φαινόμενα που εκδηλώνονται τόσο το καλοκαίρι με τις υψηλές θερμοκρασίες όσο και τον χειμώνα με το πολύ κρύο. Η οροσειρά της Πίνδου λειτουργεί σαν φυσικό εμπόδιο στους υγρούς ανέμους που πνέουν από την Αδριατική και συμβάλλουν σημαντικά στην αύξηση των βροχοπτώσεων σε όλο το διαμέρισμα της Ηπείρου. Ωστόσο το φαινόμενο αυτό σπάνια δημιουργεί προβλήματα στους οινοπαραγωγούς.

Το έδαφος είναι αργιλώδες με μέτρια περιεκτικότητα σε ασβέστιο, διατηρώντας έτσι αρκετή υγρασία σε όλη την διάρκεια του έτους, καθιστώντας την άρδευση μη απαραίτητη. Τα εδάφη, στους αμπελώνες που βρίσκονται στις βουνοπλαγιές, είναι φτωχά και ξηρά σε σχέση με τα πλούσια εδάφη των αμπελώνων που βρίσκονται στα χαμηλότερα υψόμετρα και τις πεδιάδες.

Καρδίτσα

Κοντά στην υπέροχη τεχνητή λίμνη Πλαστήρα, στο κέντρο της ηπειρωτικής Ελλάδας, στην περιοχή της Καρδίτσας, σε πλαγιές ανατολικής έκθεσης και σε υψόμετρο που φτάνει τα 700μ. (ημιορεινά και ορεινά αμπελοτόπια), βρίσκεται ο αμπελώνας στο Μεσενικόλα, όπου καλλιεργείται η μοναδική στον ελλαδικό χώρο ερυθρή ποικιλία Μαύρο Μεσενικόλα, σε συνδυασμό με τις ξενικές ποικιλίες Syrah και Carignan (σε ποσοστό 30%, για την ενίσχυση του χρώματος και της δομής του παραγόμενου οίνου). Οι αμπελώνες της περιοχής είναι μικρού μεγέθους, παραδοσιακά διαμορφωμένοι σε κύπελλα, ενώ υπάρχουν και λίγες γραμμικές φυτεύσεις, οι οποίες έχουν λάβει χώρα αργότερα. Στις ήπιες κλιματικές συνθήκες της περιοχής, όπως διαμορφώνονται από το υψόμετρο και την επίδραση της λίμνης (παραλίμνια αμπελοτόπια), η ποικιλία Mαύρο Μεσενικόλα ωριμάζει στα τέλη του Σεπτεμβρίου.

 

Λάρισα

Λάρισα

Η Ραψάνη στην περιοχή της Λάρισας, είναι πιο σημαντική Ονομασία Προέλευσης της Θεσσαλίας. Ο αμπελώνας στη Ραψάνη αποτελεί τη μικρότερη περιοχή καλλιέργειας της ποικιλίας Ξινόμαυρο (μόλις 1.500 στρέμματα) και εκτείνεται σε υψόμετρο 150-750μ. (ημιορεινά και ορεινά αμπελοτόπια), στις ανατολικές πλαγιές του Ολύμπου. Στον αμπελώνα στη Ραψάνη, το ξινόμαυρο συγκαλλιεργείται με τις τοπικές ποικιλίες κρασάτο και σταυρωτό. Καλύτερα σε ποιότητα σταφύλια και κατ’ επέκταση κρασιά, προέρχονται από τα ορεινά του αμπελώνα στη Ραψάνη, όπου τα αμπέλια είναι διαμορφωμένα σε πυκνοφυτεμένα κύπελλα (1.000 φυτά ανά στρέμμα). Στην ευρύτερη περιοχή καλλιεργούνται με επιτυχία και διεθνείς ποικιλίες (Cabernet Sauvignon, Merlot, Syrah και Chardonnay), χάρη στην ευεργετική επίδραση του υψομέτρου και των ορεινών ανέμων, που –ιδιαίτερα τη νύχτα– εξασφαλίζουν δροσερές κλιματικές συνθήκες, κατάλληλες για την ωρίμαση πρώιμων ποικιλιών. Το χωριό της Κρανιάς που βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Ολύμπου, αρχικά αποτελούσε τμήμα της ζώνης ΠΟΠ Ραψάνης αλλά εξαιρέθηκε το 2001 ώστε να μπορούν να παραχθούν λευκά και ερυθρά ΠΓΕ κρασιά από διεθνείς ποικιλίες.

 

Ο Τύρναβος είναι μια ακόμα σημαντική περιοχή παραγωγής κρασιού της Λάρισας, γνωστήόμως περισσότερο για την παραγωγή τσίπουρου. Εδώ οι κυριότερες ποικιλίες είναι το Μοσχάτο Αμβούργου και ο Ροδίτης. Το Μοσχάτο Αμβούργου δίνει απλά αρωματικά κρασιά, ενώ ο Ροδίτης ο οποίος συχνά καλείται Ροδίτης Δαμάση, δίνει κρασιά καλής ποιότητας με υψηλή οξύτητα και μεγάλο εκχύλισμα. Η τοπική ποικιλία Λημνιώνα, είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα ποικιλία που έχει δώσει εντυπωσιακά αποτελέσματα τα τελευταία χρόνια.

Μαγνησία

Νότια της πόλης του Βόλου, δίπλα στις ακτές του Παγασητικού κόλπου (παραθαλάσσια αμπελοτόπια), σε ομαλό ανάγλυφο και βαθιά αμμοπηλώδη εδάφη, καλλιεργείται η πιο ευρέως διαδεδομένη ελληνική λευκή ποικιλία, ο ροδίτης, σε παραδοσιακά υψίκορμα κύπελλα, αλλά και λίγες μεταγενέστερες γραμμικές φυτεύσεις. Στον αμπελώνα στην Αγχίαλο ο κλώνος του ροδίτη διαφέρει από τον παραδοσιακό, επειδή στην πλήρη ωρίμαση δεν παίρνει το χαρακτηριστικό ερυθρωπό χρώμα («πράσινος ροδίτης»). Λίγα στρέμματα σαββατιανού συμπληρώνουν την ποικιλιακή σύνθεση του αμπελώνα στην Αγχίαλο.

ΘΕΣΣΑΛΙΑ

Η Θεσσαλία βρίσκεται στην καρδιά της Κεντρικής Ελλάδας αποτελώντας, ανέκαθεν, κόμβο εμπορίου και πολιτισμoύ. Η οικονομία της βασίζεται κυρίως στη γεωργία, με το μεγαλύτερο μέρος των εκτάσεων να είναι αφιερωμένο σε καλλιέργειες εκτός της αμπέλου, όπως για παράδειγμα σιτηρά και βαμβάκι. Η αμπελοκαλλιέργεια δεν ήταν αρκετά διαδεδομένη, καθώς οι παραπάνω καλλιέργειες ήταν οικονομικά πιο αποδοτικές. Οι καλύτεροι αμπελώνες βρίσκονται στις πλαγιές των βουνών, όπου η ποιότητα των σταφυλιών είναι ανώτερη από αυτών από αμπελώνες που καλλιεργούνται στον Θεσσαλικό κάμπο, τα εδάφη του οποίου είναι βαριά και πλούσια σε οργανική ύλη. Το νερό είναι άφθονο, καθώς αρκετοί ποταμοί, όπως ο Πηνειός, χρησιμοποιούνται για την άρδευση, ενώ το χιόνι παραμένει στα γύρω βουνά  μέχρι και την άνοιξη. Οι υψηλές στρεμματικές αποδόσεις, δεν είναι ασυνήθιστες, για τα αμπέλια του Θεσσαλικού κάμπου.

Εύβοια

Η Εύβοια είναι το δεύτερο, σε έκταση, νησί της Ελλάδος μετά την Κρήτη. Η τοπογραφία του νησιού είναι σύνθετη με λόφους, βουνά, λιβάδια και πεδιάδες να εναλλάσσονται και μεγάλες κλιματικές διαφορές από το βόρειο προς το νότιο τμήμα. Το βόρειο είναι το ψυχρότερο κομμάτι του νησιού, ενώ το νότιο κομμάτι κοντά στην Κάρυστο, κλιματολογικά και μορφολογικά βρίσκεται πιο κοντά στις Κυκλάδες, καθώς είναι πιο ξηρό, πιο ζεστό και με δυνατούς ανέμους να πνέουν. Το πιο θερμό κομμάτι βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νησιού, γύρω από την πόλη της Χαλκίδας. Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται είναι κυρίως αυτές που συναντάμε στις Κυκλάδες αλλά και στην υπόλοιπη Στερεά Ελλάδα.

Βοιωτία

Στον αμπελώνα της Βοιωτίας καλλιεργούνται τόσο γηγενείς, όσο και διεθνείς ποικιλίες. Με σημαντικότερο κέντρο τις πεδινές εκτάσεις της Θήβας, καλλιεργούνται  σε βαθιά αργιλοπηλώδη εδάφη οι ποικιλίες σαββατιανό και ροδίτης, κυρίως για την παραγωγή επιτραπέζιων οίνων και ρετσίνας, ενώ στις δροσερές βορειοανατολικές – βορειοδυτικές πλαγιές του όρους Κιθαιρώνα, στα όρια μεταξύ Αττικής και Βοιωτίας, ευδοκιμεί πλειάδα γηγενών ποικιλιών, όπως και ξενικών, που είναι φυτεμένες σε σύγχρονες γραμμικές φυτεύσεις. Το Μούχταρο είναι μια ερυθρή τοπική ποικιλία που προσπαθούν να αναβιώσουν οι παραγωγοί της περιοχής με πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα.

 

Φθιώτιδα

Φθιώτιδα

Στον αμπελώνα Φθιώτιδας καλλιεργούνται τόσο γηγενείς, όσο και διεθνείς ποικιλίες. Στην περιοχή της Αταλάντης Φθιώτιδας έχουν προσαρμοστεί εδώ και τρεις περίπου δεκαετίες πολλές γηγενείς, αλλά ξενικές ποικιλίες, με σημαντικότερη, ίσως, το καμπερνέ σοβινιόν. Το κλίμα της περιοχής είναι ήπιο, καθώς επωφελείται από την ευνοϊκή επίδραση της θαλάσσιας αύρας την ημέρα (παραθαλάσσια αμπελοτόπια), αλλά και από τα ψυχρά ρεύματα του Παρνασσού, που εξασφαλίζουν πλήρη ωρίμαση των σταφυλιών. Πρόκειται για μια περιοχή που αναπτύσσεται ραγδαία τα τελευταία χρόνια, με πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα.