Articles

Ιστορικός αμπελώνας Κρήτης

Ο αμπελώνας στην Κρήτη είναι κατά πολλούς ο πλέον παραδοσιακός και ιστορικός αμπελώνας του κόσμου. Ο ιστορικός αμπελώνας Κρήτης δεν σταμάτησε να καλλιεργείται ποτέ και να παράγει, ανάμεσα σε άλλα, σταφύλι οινοποιίας. Η καλλιέργειά του ξεκινά στους Προϊστορικούς χρόνους και συνεχίζεται αδιάκοπα έως σήμερα.

Ωστόσο, η χρυσή εποχή του κρητικού οίνου ήρθε κατά τη Ρωμαϊκή εποχή. Τότε, οι εξαγωγές κρητικού κρασιού προς την Ευρώπη ήταν πραγματικά τεράστιες. Σε όλες όμως τις περιόδους, ο ιστορικός αμπελώνας Κρήτης παρήγαγε διάσημους οίνους, με αποκορύφωμα βέβαια τον περίφημο Μαλβαζία οίνο, που κατά βάση παραγόταν στην Κρήτη κατά τη Βυζαντινή εποχή και κατά την εποχή της Βενετοκρατίας. Τα τελευταία χρόνια, ο ίδιος αυτός ιστορικός αμπελώνας Κρήτης παρουσιάζει μια νέα άνθηση και συγκαταλέγεται μέσα στους πλέον δυναμικούς και ανερχόμενους αμπελώνες της σημερινής Ελλάδας και των σύγχρονων κρασιών της.

Ιστορικοί αμπελώνες νησιών Αιγαίου

Ξεκινώντας από το βορρά, αφετηρία για τους ιστορικούς αμπελώνες νησιών Αιγαίου αποτελεί ο αμπελώνας στη Λήμνο. Με ομηρικές αναφορές για το εμπόριο του κρασιού, στη Λήμνο καλλιεργείτο από την αρχαιότητα η λημνία άμπελος, όπως και σήμερα, με το όνομα Λημνιό, τόσο σε αυτό το νησί, όσο και στον αμπελώνα στη Βόρεια Ελλάδα. Από την Τουρκοκρατία, το νησί ταυτίστηκε με την καλλιέργεια του μοσχάτου Αλεξανδρείας και την παραγωγή επιδόρπιων κρασιών. Στη Λέσβο (Μυτιλήνη), ο ομώνυμος ευωδιαστός μαύρος γλυκός οίνος, συναγωνιζόταν σε ποιότητα και φήμη αυτόν της Χίου. Το κρασί αυτό διέπρεψε εμπορικά για πολλούς αιώνες. Σήμερα, η οινοπαραγωγή του νησιού είναι ελάχιστη, σε αντίθεση με την παραγωγή του φημισμένου ούζου του. Στη Χίο παραγόταν ο Αριούσιος οίνος, ο πιο ονομαστός και –για τους περισσότερους γευσιγνώστες της εποχής– ο καλύτερος ελληνικός οίνος της αρχαιότητας, αλλά και των επόμενων αιώνων. Στη Χίο η αμπελοκαλλιέργεια «έσβησε» με το κάψιμο του νησιού από τους Τούρκους και την κατοπινή μετανάστευση των κατοίκων της. Ωστόσο, πολύ πρόσφατα άρχισε μια προσπάθεια με νέες φυτεύσεις αμπελώνων. Στο Θεσσαλικό νησί Σκόπελος (αρχαία Πεπάρηθος), από τους αρχαίους χρόνους μέχρι το 19ο αι., υπήρχε ένας από τους πιο σημαντικούς και φημισμένους αμπελώνες της Ελλάδας, με μεγάλη εξαγωγική δραστηριότητα. Στον αμπελώνα στη Σάμο παραγόταν από την αρχαιότητα ονομαστός οίνος. Η μεγάλη όμως οινική άνθηση παρουσιάστηκε στη Βυζαντινή εποχή και από τότε είναι διαρκής. Το καταπληκτικό γλυκό κρασί της Σάμου, από μοσχάτο άσπρο, αποτελούσε ένα από τα πιο διάσημα ελληνικά κρασιά, με έντονη παρουσία στο εξωτερικό, ακόμη και στις δύσκολες στιγμές του ελληνικού αμπελώνα. Ο αμπελώνας της Σάμου είναι ένα ζωντανό παράδειγμα των αρχαίων αμπελότοπων του Αιγαίου πελάγους, που τα φυτά καλλιεργούνταν σε πεζούλες, χρησιμοποιώντας μοναδικές αμπελουργικές πρακτικές. Στη γειτονική Ικαρία παραγόταν ο περίφημος Πράμνιος οίνος, ερυθρός ξηρός, που αναφέρει ο Όμηρος σαν τον αγαπημένο των Ελλήνων. Τον είχαν άλλωστε πάρει μαζί τους στην Τροία και τον διακινούσαν σε όλο το βόρειο Αιγαίο. Για πολλούς αιώνες, ο Πράμνιος οίνος ήταν δημοφιλέστατος. Με την πάροδο του χρόνου άρχισε να θεωρείται τύπος κρασιού και να παράγεται και σε άλλες περιοχές, παρόλο που το όνομά του ήταν τοπωνύμιο της Ικαρίας.

Φτάνοντας στις Κυκλάδες, παντού σχεδόν συναντώνται οι ιστορικοί αμπελώνες νησιών Αιγαίου. Ο αμπελώνας στην Πάρο, αλλά και στη Νάξο, την Αμοργό, την Κέα (Τζια) και τη Σύρο, είχαν φήμη από την αρχαιότητα. Σε ορισμένες δε ιστορικές περιόδους, όπως στη Βενετοκρατία, παρουσίασαν ιδιαίτερη άνθηση. Στον αμπελώνα στη Σαντορίνη υπάρχουν όμως στοιχεία οινοποιητικής δραστηριότητας πριν καν τη μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου του νησιού, κατά τους προϊστορικούς χρόνους. Η Σαντορίνη συνδύαζε πάντα μεγάλη παραγωγή με ποιότητα και εξωστρέφεια, με αποκορύφωμα την εξαγωγική δραστηριότητα του Vinsanto κατά τη Βενετοκρατία, την Τουρκοκρατία, αλλά και το 19ο αι., όπου σημείωνε μεγαλύτερες εξαγωγές από τα κρασιά όλης της υπόλοιπης Ελλάδας μαζί. Το ηφαιστειογενές έδαφός της, άνυδρο και αφιλόξενο για τη φυλλοξήρα, το κλάδεμα με την κουλούρα, οι σπάνιες γηγενείς ποικιλίες (με κορυφαία το Ασύρτικο) και το τοπίο των παραθαλάσσιων αμπελοτοπίων της, συνηγορούν στην προστασία και στην ανάδειξη του αμπελώνα της ως μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.

Νοτιότερα, ιστορικοί αμπελώνες νησιών Αιγαίου βρίσκονται στα Δωδεκάνησα. Στον αμπελώνα στη Ρόδο και στην Κω υπήρχε από την αρχαιότητα πολύ μεγάλη καλλιεργητική παράδοση, όπως και στην οινοποίηση και το εμπόριο του οίνου. Η ζήτηση εκτινάχτηκε κατά τους Ελληνιστικούς και τους Ρωμαϊκούς χρόνους, χωρίς ποτέ να σταματήσει –τουλάχιστον για τη Ρόδο– μέχρι και σήμερα.

Ιστορικοί αμπελώνες Πελοποννήσου-Ιονίου

Οι ιστορικοί αμπελώνες Πελοποννήσου-Ιονίου ξεκινούν βορειοανατολικά με τον αμπελώνα στη Νεμέα Κορινθίας, όπου ανασκαφές έχουν φέρει στο φως αρχαίους αμπελώνες, φυτεμένους σε τάφρους, στο ιερό του Διός. Εκεί παραγόταν από την αρχαιότητα ο Φλιάσιος οίνος. Η παραγωγή του βαθύχρωμου ξηρού κρασιού από αγιωργίτικο έκανε διάσημο το όνομα της Νεμέας τους τελευταίους αιώνες. Πιο δυτικά, στον αμπελώνα στην Αχαΐα, ανασκαφές έχουν φανερώσει αρχαίους αμπελώνες, ενώ ιστορικής σημασίας είναι και ο κατεστραμμένος, μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο, αμπελώνας των Καλαβρύτων. Το λιμάνι της Αχαΐας, η Πάτρα, αποτέλεσε την αφετηρία της ελληνικής οινοποιίας το 19ο αι. και μεγάλο εξαγωγικό κέντρο για κρασιά από Μαυροδάφνη, αλλά και για σταφίδες. Κεντρικά στην Πελοπόννησο, στον αμπελώνα στη Μαντίνεια, το αμπέλι καλλιεργείται από την αρχαιότητα. Ο Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος αναφέρονται στους οίνους της Αρκαδίας. Το κρασί της Μαντινείας ήταν γνωστό επί Τουρκοκρατίας και κατά το 19ο αι. τροφοδοτεί την Αθήνα. Το πρώτο ελληνικό αφρώδες κρασί παράχθηκε εδώ, από το αρωματικό Μοσχοφίλερο. Στο νοτιοανατολικό άκρο της Πελοποννήσου, η ιστορική Μονεμβασιά, χάρισε το όνομά της σε πολλές ποικιλίες αμπέλου (και βέβαια στην ομώνυμη λευκή ποικιλία Μονεμβασιά) και σε έναν από τους πιο ιστορικούς οίνους στο παγκόσμιο οινεμπόριο, το Μαλβαζία οίνο.

Από τους ιστορικούς αμπελώνες Πελοποννήσου-Ιονίου δεν θα μπορούσαν να λείπουν το νησί των Φαιάκων (Κέρκυρα) και η Ιθάκη, με τις ομηρικές αναφορές τους. Τα νησιά του Ιονίου πελάγους είχαν μεγάλη αμπελοοινική άνθηση κατά τη Βενετοκρατία. Η φυλλοξήρα δεν έφτασε ποτέ εδώ και αυτός είναι ο λόγος για τις δεκάδες των ποικιλιών που καλλιεργούνται ακόμη σε κάθε νησί. Η Κεφαλλονιά, με την ποικιλία ρομπόλα, αλλά και τη μαυροδάφνη και η Ζάκυνθος με τη Βερντέα, αποτελούν από το 19ο αι., τα κύρια αμπελουργικά κέντρα της περιοχής.

Ιστορικοί αμπελώνες Κεντρικής Ελλάδας

Οι ιστορικοί αμπελώνες κεντρικής Ελλάδας ξεκινούν βόρεια από τη Θεσσαλία, οι κάτοικοι της οποίας καλλιεργούσαν εξαιρετικούς αμπελώνες κατά την Τουρκοκρατία, στις πλαγιές δύσβατων βουνών (Άγραφα, Πήλιο, Όσσα, Όλυμπος –το «βουνό των θεών»), καθώς και γύρω από τους βράχους των μοναστηριών στα Μετέωρα. Ονομαστά αμπελουργικά χωριά ήταν κατά το 19ο αι. η Ραψάνη (αμπελώνας στη Ραψάνη), τα Αμπελάκια, ο Μεσενικόλας (αμπελώνας στο Μεσενικόλα) και ο Τύρναβος, ονομαστός και για το τσίπουρό του, όπως και σήμερα.

Νοτιότερα, οι ιστορικοί αμπελώνες κεντρικής Ελλάδας συνεχίζονται στη Στερεά Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα, στους αμπελώνες Βοιωτίας. Ο Ησίοδος έπινε εκεί βίβλινο οίνο, που προερχόταν από κλήματα της βιβλίας αμπέλου, όπως και στο Παγγαίο (ιστορικοί αμπελώνες Βόρειας Ελλάδας). Ακόμα πιο κάτω, στον αμπελώνα στην Αττική (και στην Εύβοια), το αμπέλι καλλιεργείται από την αρχαιότητα και τροφοδοτούσε την Αθήνα και άλλες περιοχές. Τους τελευταίους αιώνες δημιουργήθηκε μεγάλη παράδοση στην παραγωγή ρετσίνας.

Ιστορικοί αμπελώνες Βόρειας Ελλάδας

Στους ιστορικούς αμπελώνες Βόρειας Ελλάδας και πιο συγκεκριμένα στη Μαρώνεια Θράκης, παραγόταν ο ονομαστός Ισμαρικός οίνος ή Μαρωνίτης οίνος (ανάλογα με την εποχή). Ο Όμηρος θέλει το μαύρο αυτό γλυκό κρασί να είναι το αγαπημένο του Οδυσσέα, με το οποίο μέθυσε τον Κύκλωπα Πολύφημο, που είχε άγνοια την έννοιας του μέτρου, της λελογισμένης κατανάλωσης και της ελληνικής οινικής κουλτούρας. Η Μαρώνεια παρήγαγε ανέκαθεν εξαιρετικά κρασιά, με παρένθεση τα χρόνια της τουρκικής κατοχής, όπου η αμπελοκαλλιέργεια είχε σχεδόν εγκαταλειφθεί, μέχρι που αναβίωσε πρόσφατα.

Το ταξίδι στους ιστορικούς αμπελώνες Βόρειας Ελλάδας συνεχίζεται με τη Μακεδονία. Στο Παγγαίο όρος (Βίβλινα όρη), ανάμεσα στο σημερινό αμπελώνα Δράμας και Καβάλας, παραγόταν ο ονομαστός Βίβλινος οίνος, από κλήματα της βιβλίας αμπέλου. Στην περιοχή αυτή ήταν και η μακεδονική πόλη των Φιλίππων με μεγάλη οινική παράδοση. Πιο δυτικά, στον αμπελώνα στη Χαλκιδική, ο πιο ονομαστός οίνος ήταν ο λευκός οίνος Μένδης. Για πολλούς αιώνες συγκαταλεγόταν μέσα στους διάσημους και ιδιαίτερα εμπορικούς ελληνικούς οίνους, ενώ και άλλες περιοχές της Χαλκιδικής ακολουθούσαν με τα κρασιά τους (οίνος Τορώνης και οίνος Ακάνθου). Στη Βυζαντινή εποχή, η αμπελοκαλλιέργεια εδώ βρέθηκε σε μεγάλη άνθηση. Στη χερσόνησο του όρους Άθω, όπου υπήρχαν τα μοναστήρια του Αγίου Όρους, αναπτύχθηκε μεγάλη παράδοση στην οινοποίηση, αλλά και στην απόσταξη, που φτάνει έως τις μέρες μας. Ακόμα πιο δυτικά, στην Πέλλα, πρωτεύουσα των Μακεδόνων, παραγόταν ονομαστός οίνος, που γνώρισε μεγάλες δόξες, τόσο στους κλασικούς, όσο και στους ελληνιστικούς χρόνους. Ο οίνος παραγόταν από την πελλαία σταφυλή και επηρέασε καθοριστικά και την τέχνη της περιοχής. Βαδίζοντας πάντα δυτικά, στους ιστορικούς αμπελώνες Βόρειας Ελλάδας απαντάται η, περίφημη για τα κρασιά της, Νάουσα. Οι περιηγητές που ταξίδευαν επί Τουρκοκρατίας και κατά το 19ο αι. στην περιοχή εκθείαζαν τα κρασιά της. Ο προικισμένος αμπελώνας στη Νάουσα, στον οποίο καλλιεργείται το ξινόμαυρο, έδινε εκλεκτά κόκκινα κρασιά παλαίωσης, που έκαναν τους Γάλλους ταξιδιώτες να τα συγκρίνουν με τα διάσημα κρασιά της χώρας τους. Κατεβαίνοντας νοτιότερα, συναντάται η Σιάτιστα, όπου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας υπήρχε σπουδαίος αμπελώνας, που έφτασε στην ακμή του το 19ο αι. Καταστράφηκε, όμως, με τη φυλλοξήρα και τη μετανάστευση που ακολούθησε, ενώ σήμερα γίνονται προσπάθειες για την αναβίωσή του. Διάσημα ήταν τα λιαστά κρασιά και τα αεριστά κρασιά, που παράγονταν από Μοσχόμαυρο.

Ακόμα πιο νότια, στην Ήπειρο, οι ιστορικοί αμπελώνες Βόρειας Ελλάδας φτάνουν στο νότιο όριό τους, με τον ονομαστό ορεινό αμπελώνα Ζίτσας, που αναφέρεται από περιηγητές του 19ου αι., για τα αφρώδη κρασιά του, από την ποικιλία Ντεμπίνα.