Articles

Oρεινά και ημιορεινά αμπελοτόπια

Τα ορεινά και ημιορεινά αμπελοτόπια είναι τα πλέον διαδεδομένα στην Ελλάδα. Σχεδόν το σύνολο των ελληνικών περιοχών παραγωγής οίνων με ονομασία προέλευσης (οίνοι ΠΟΠ) βρίσκεται σε ημιορεινές και ορεινές περιοχές, άλλοτε σε ομαλό ανάγλυφο (οροπέδια) και άλλοτε σε επικλινή εδάφη. Στην πρώτη περίπτωση, οι αμπελώνες εντοπίζονται σε βαθιά εδάφη, αλλουβιακής προέλευσης, ενώ στη δεύτερη σε επιφανειακά εδάφη, με χαμηλή γονιμότητα. Χαρακτηριστικοί αμπελώνες ορεινών περιοχών είναι αυτοί του Αμυνταίου, της Ζίτσας και Μετσόβου, της Μαντινείας και της Αχαΐας (πλαγιές Αιγιαλείας) και μεταξύ άλλων, τμήμα των ζωνών Σάμου, Νεμέας, Πεζών, Κεφαλλονιάς και Ραψάνης, ενώ οι υπόλοιποι, στην πλειονότητά τους μπορούν να χαρακτηριστούν ημιορεινοί.

Στα ορεινά και ημιορεινά αμπελοτόπια η άνοδος σε υψόμετρο εξασφαλίζει μείωση της μέσης ημερήσιας θερμοκρασίας, περίπου κατά 0,5 έως 0,9°C ανά 100μ., τροποποιώντας το γενικό κλίμα. Δημιουργούνται έτσι τοπικές κλιματικές συνθήκες (μεσοκλίματα), ευνοϊκές για την προσαρμογή και την ευδοκίμηση μεγαλύτερης γκάμας ποικιλιών αμπέλου. Στην περίπτωση επικλινών αμπελώνων, σημαντικό ρόλο παίζει και η έκθεση της πλαγιάς (προσανατολισμός κλίσης), καθώς επηρεάζει το ποσό της ηλιακής ακτινοβολίας που δέχεται ο αμπελώνας. Στις συνθήκες του ελληνικού κλίματος αποφεύγονται συνήθως οι νότιοι προσανατολισμοί, που θερμαίνουν περισσότερο τα σταφύλια.

Τα ορεινά και ημιορεινά αμπελοτόπια, ιδιαίτερα σε θερμά κλίματα, έχουν επίσης το σημαντικό πλεονέκτημα του ευνοϊκότερου υδατικού καθεστώτος, εξαιτίας της μικρότερης απώλειας (λόγω εξάτμισης και διαπνοής) της υγρασίας του εδάφους και της υψηλότερης νέφωσης και βροχόπτωσης. Παράλληλα, επωφελούνται και από τις μεσημβρινές και νυχτερινές αύρες ορέων και κοιλάδων, που δροσίζουν τα πρέμνα και συντελούν στην ομαλή φυσιολογική λειτουργία τους. Διευκολύνεται έτσι η ωρίμαση της παραγωγής και η ανάδειξη του ποικιλιακού δυναμικού, ενώ εξασφαλίζεται η διεξαγωγή του τρύγου κάτω από πιο κατάλληλες συνθήκες, όσον αφορά τη μετασυλλεκτική μεταχείριση των σταφυλιών.

 

Ηπειρωτικά αμπελοτόπια

Το κλίμα της ελληνικής γεωγραφικής περιοχής είναι κατά κανόνα μεσογειακό. Εντούτοις, στο εσωτερικό της ηπειρωτικής Ελλάδας και ιδιαίτερα μακριά από τις ακτές και από άλλες μεγάλες υδάτινες μάζες, το κλίμα έχει έντονα ηπειρωτικά χαρακτηριστικά. Ακόμα, λοιπόν, και αν δεν υπάρχουν στην Ελλάδα αμιγώς ηπειρωτικά αμπελοτόπια, υπάρχουν αμπελοτόπια με χαρακτηριστικά ηπειρωτικού κλίματος, με κυριότερο εξ αυτών τις μεγάλες μεταβολές της θερμοκρασίας κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου και κυρίως, την έντονη ημερήσια διακύμανση της θερμοκρασίας, με δραστική πτώση κατά τη διάρκεια της νύχτας.

 

Στα ηπειρωτικά αμπελοτόπια η θερινή βροχόπτωση είναι συνήθως χαμηλή, γι’ αυτό και η άρδευση είναι κατά κανόνα απαραίτητη κατά τους κρίσιμους μήνες της ωρίμασης. Πεδινοί αμπελώνες της κεντρικής Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένου του λεκανοπεδίου της Αττικής, μεταξύ άλλων, αλλά και ορισμένοι ορεινοί αμπελώνες, σε υψίπεδα μακριά από θάλασσα και άλλους υδάτινους όγκους (Μαντίνεια, ορεινή Νεμέα), συγκαταλέγονται ανάμεσα στα αμπελοτόπια με ηπειρωτικά χαρακτηριστικά. Οι αμπελώνες είναι συνήθως εγκατεστημένοι σε βαθιά γόνιμα εδάφη, με ομαλό ανάγλυφο. Όπου το υψόμετρο είναι μικρό, η μεγάλη βλαστική περίοδος ευνοεί όψιμες, κυρίως ερυθρές ποικιλίες. Αντίθετα, σε υψίπεδα με μεγαλύτερο υψόμετρο, οι χαμηλότερες νυχτερινές θερμοκρασίες ευνοούν την καλλιέργεια λευκών ποικιλιών, εντείνοντας τα αρωματικά χαρακτηριστικά τους (Μαντίνεια). Οι μεγάλες κλιματικές μεταβολές στα ηπειρωτικά αμπελοτόπια οδηγούν και σε εντονότερες διαφοροποιήσεις μεταξύ των εσοδειών, σε σχέση με τα παραθαλάσσια αμπελοτόπια.

Παραθαλάσσια αμπελοτόπια

Η μεγάλη ακτογραμμή, τόσο της ηπειρωτικής, όσο και της νησιωτικής Ελλάδας, οδήγησε από πολύ παλιά στην επιλογή την παραθαλάσσιων περιοχών για την εγκατάσταση αμπελώνων. Στα παραθαλάσσια αμπελοτόπια η ευνοϊκή επίδραση της θάλασσας οφείλεται στη μεγάλη θερμική αδράνεια του νερού, στην ικανότητά του δηλαδή να αποθηκεύει θερμότητα (μεγάλη θερμοχωρητικότητα). Έτσι, η γειτνίαση με τη θάλασσα μειώνει τις ημερήσιες εξάρσεις της θερμοκρασίας, δημιουργώντας ευνοϊκότερα μεσοκλίματα για το αμπέλι, σε σχέση με τις ηπειρωτικές περιοχές ίδιου γεωγραφικού πλάτους και υψόμετρου. Από την άλλη μεριά, η μόνιμη διέλευση της δροσερής και υγρής θαλασσινής αύρας, κατά τις θερμές ώρες της ημέρας, μειώνει τη θερμοκρασία στο περιβάλλον των σταφυλιών και βελτιώνει το φωτισμό τους, βοηθώντας στην ομαλότερη ωρίμασή τους. Η επίδραση, μάλιστα, αυτή μπορεί να φτάνει και εκατοντάδες χιλιόμετρα από την ακτή, εφόσον δεν παρεμποδίζεται από ορεινούς σχηματισμούς, ευνοώντας ακόμα και περιοχές απομακρυσμένες από την ακτή (μη παραθαλάσσια αμπελοτόπια).

Παραθαλάσσια αμπελοτόπια της Θράκης (Άβδηρα, Μαρώνεια), της Καβάλας, της Χαλκιδικής στη Βόρεια Ελλάδα, της Αγχιάλου και της Φθιώτιδας στην κεντρική, της Πάτρας και της Τριφυλλίας (Μεσσηνία) στην Πελοπόννησο, της Κρήτης και βέβαια του συνόλου σχεδόν των νησιωτικών περιοχών, τόσο στο Αιγαίο, όσο και στο Ιόνιο πέλαγος, οφείλουν πολλά από τα πλεονεκτήματά τους για αμπελοκαλλιέργεια στη γειτνίασή τους με το θαλάσσιο στοιχείο. Παρόμοια είναι και η επίδραση λιμνών και ποταμών, αλλά λόγω της μικρότερης υδάτινης μάζας τους, η επίδραση περιορίζεται σε μικρή απόσταση από το νερό. Εδώ, τα παραδείγματα των ελληνικών αμπελώνων είναι λιγότερα, με χαρακτηριστικά αυτό του αμπελώνα στο Αμύνταιο, που δέχεται την επίδραση τεσσάρων λιμνών, με μεγαλύτερες τη Βεγορίτιδα και τη Λίμνη των Πετρών και αυτό του αμπελώνα στο Μεσενικόλα, κοντά στην τεχνητή λίμνη Πλαστήρα.

Ηφαιστειακά αμπελοτόπια

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ηφαιστειακού αμπελώνα στην Ελλάδα είναι αυτό της Σαντορίνης, όπου τα αμπέλια είναι φυτεμένα πάνω σε ένα λευκό στρώμα λάβας, θηραϊκής γης και ελαφρόπετρας, το οποίο έχει βάθος από 30, έως κατά τόπους και 50 μέτρα και αποτέθηκε από τις αλλεπάλληλες εκρήξεις του ηφαιστείου, στο πέρασμα του χρόνου. Έτσι, τα αμπελουργικά εδάφη του νησιού είναι πολύ βαθιά, αμμώδους σύστασης, με μηδενική σχεδόν άργιλο και οργανική ουσία, με αποτέλεσμα να μην ενδημεί η φυλλοξήρα. Το μητρικό αυτό υλικό εμπλουτίζει το έδαφος σε ασβέστιο, μαγνήσιο, σίδηρο και πυρίτιο, αλλά είναι φτωχό σε κάλιο, γεγονός που πιθανότατα συνδέεται με την ιδιαίτερα υψηλή οξύτητα των σταφυλιών κατά την πλήρη ωρίμαση. Η χαμηλή γονιμότητα και υδατοχωρητικότητα του εδάφους αντισταθμίζεται από την ικανότητα διείσδυσης της ρίζας της αμπέλου σε μεγάλο βάθος, λόγω της χαλαρής σύστασης του εδάφους. Επειδή, μάλιστα, κάθε 80 περίπου χρόνια, οι αμπελιές (κουλούρες) της Σαντορίνης καρατομούνται στο επίπεδο του εδάφους, ώστε το «καλάθι» να ανανεωθεί χωρίς εκρίζωση των πρέμνων, η πραγματική ηλικία και το τελικό βάθος του ριζικού συστήματος του αμπελώνα της Σαντορίνης παραμένουν άγνωστα!