Από τις σταυροφορίες ακόμα, αλλά και μετά από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, το 1453, οι Ευρωπαίοι (Φράγκοι, Βενετοί, Γενουάτες) είχαν συνεχή παρουσία στον ελλαδικό χώρο, κυρίως στο νότο και στα νησιά, σε συνεχείς αναμετρήσεις με το στόλο της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στην Ενετοκρατία (12ος – 17ος αι.), οι Βενετοί κυριάρχησαν στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, στην Κρήτη και για λίγο στην Πελοπόννησο (Βενετοί και πελοποννησιακό κρασί). Ανέκαθεν, οι Ευρωπαίοι εκτιμούσαν τους ελληνικούς οίνους, όχι μόνο για την ποιότητά τους, αλλά και γιατί άντεχαν στα μακρινά θαλάσσια ταξίδια. Έτσι, τα φράγκικα και τα βενετσιάνικα πλοία αρχίζουν να φορτώνουν όλο και πιο πολλά κρασιά της Κρήτης, των Κυκλάδων και της Μονεμβασιάς. Άλλωστε, η τελευταία, χάρισε το απάνεμο λιμάνι της και το όνομά της, Μαλβάζια, στον πιο περιζήτητο οίνο της εποχής, τον Μαλβαζία οίνο και στη συνέχεια, σε πολλές ποικιλίες αμπέλου, καθώς όμως και σε αναπόφευκτες απομιμήσεις αυτού του οίνου (σήμερα αναβιώνει στην Ελλάδα, μέσω της θέσπισης νέου οίνου ΠΟΠ, του ΠΟΠ Μονεμβασία-Malvasia). Το εμπόριο του Μαλβαζία οίνου αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις μεταφοράς κρασιών στην παγκόσμια οινική ιστορία. Η χρυσή εποχή των ελληνικών κρασιών στην Ενετοκρατία, θα λήξει με την οριστική κυριαρχία των Τούρκων, όχι μόνο στην ηπειρωτική, αλλά και στη νησιωτική Ελλάδα, μετά από εξαιρετική πορεία, με ένδοξες στιγμές, όπως αυτή της φήμης των σαντορινιών κρασιών στο Παρίσι. Ωστόσο, ο πόλεμος και στο κρασί ξεκίνησε από τα μέσα περίπου του 17ου αι., με τις προστριβές Βενετών και Τούρκων στο Αιγαίο πέλαγος.