Πολλοί είναι αυτοί που μιλούν για «αγνό» ή «σπιτικό» κρασί, ενώ δεν λείπουν και οι επαγγελματίες, που για να προσπεράσουν την ανωνυμία ενός οίνου οικειοποιούνται αυθαίρετα και αποπροσανατολιστικά το προϊόν, παρουσιάζοντάς το ως «δικό τους» –«αγνό»– κρασί. Όμως, «αγνό» κρασί δεν σημαίνει ανώνυμο!

 

Αν αναρωτηθεί κάποιος γιατί συμβαίνουν όλα αυτά, δεν έχει παρά να σκεφτεί πως οι διατροφικές συνήθειες του ελληνικού λαού μέχρι αρκετά πρόσφατα, υπήρξαν αγροτικής και οικοτεχνικής καταγωγής, με παράδοση στην οικογενειακή παραγωγή των προϊόντων, όπου ήταν δυνατό κάθε φορά και μάλιστα για κάθε περίσταση: από το κτήμα γύρω από το σπίτι, από τον κήπο στο χωριό, με τα λαχανικά, τα οπωροφόρα, το αμπέλι, τις ελιές, τις κότες, τις κατσίκες κ.λπ. Ο Έλληνας, ενθυμούμενος αυτήν την οικογενειακή παράδοση, ψάχνει να ανακαλύψει αρετές σε κάθε κανάτα με ανώνυμο κρασί. Είναι όμως όντως αγνό το ανώνυμο κρασί; Κανείς δεν ξέρει… Γεγονός είναι πάντως ότι στο ανώνυμο κρασί, τόσο η προέλευση της πρώτης ύλης και η διαδικασία της παραγωγής, όσο και η χρήση των νόμιμων και επιτρεπόμενων πρόσθετων είναι συνήθως άγνωστες. Παραμένουν έτσι αδιαφανείς, τόσο στον επαγγελματία, όσο και στον καταναλωτή (ακόμα και στον ερασιτέχνη οινοποιό, που «βάζει» το κρασί του και ρίχνει σε αυτό ό,τι του δώσουν κάποιοι χημικοί, χωρίς να ξέρει τι είναι). Όλοι τους στηρίζονται μόνο στο λόγο και στη γνωριμία κάποιων ανθρώπων, που ακόμα και αν είναι αξιόπιστοι, το γεγονός δεν αλλάζει: «αγνό» κρασί δεν σημαίνει ανώνυμο! Άλλωστε, η αδιαφάνεια επ’ ουδενί δεν συνάδει με την «αγνότητα» ενός προϊόντος.