Τα τελευταία χρόνια όλο και πιο πολύς λόγος γίνεται για τα «φυσικά κρασιά» και η Ελλάδα δεν έχει μείνει αμέτοχη. Πρόκειται για μια εναλλακτική «απάντηση» στο μοντέλο που συνθέτουν η παραγωγική αμπελουργία και η μαζική οινοπαραγωγή, φιλοδοξώντας να εισάγει την έννοια του «φυσικού», του μη παρεμβατικού, στο σύνολο της διαδικασίας της οινοπαραγωγής, όχι μόνο στην καλλιέργεια του εδάφους και στις καλλιεργητικές φροντίδες, αλλά και πέρα από αυτό, στην οινοποίηση, στην ωρίμαση, έως και στην εμφιάλωση του κρασιού.

 

Η «φιλοσοφία» των οινοπαραγωγών «φυσικών κρασιών» εδράζεται στο ότι η άμπελος, το περιβάλλον της και η επίγεια και υπόγεια ζωή της, αποτελούν ένα ζωντανό σύνολο, όπως άλλωστε και το ίδιο το κρασί, το οποίο δεν είναι απλώς χημικές ενώσεις, αλλά μια «ζωντανή» ύλη. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε χημική εισροή ή παρέμβαση σε όλα τα στάδια της οινοποίησης, με επιλεγμένες ζύμες και βακτήρια, με βιταμίνες και θρεπτικές ουσίες, με άζωτο, με οξέα, με ταννίνες κ.λπ., καθώς και η χρήση θειώδους (SO2), όπου κυμαίνεται από ελάχιστη έως μηδενική σε κάποιες περιπτώσεις, αλλοιώνει τις λεπτές και πολύπλοκες ισορροπίες των συστατικών στοιχείων του κρασιού.

 

Σε κάθε περίπτωση, τα «φυσικά κρασιά» και ό,τι τα αφορά δεν αποτελούν «δόγμα». Είναι ιδανικό, το οποίο ταιριάζει απόλυτα με την ιδέα της ονομασίας προέλευσης, δηλαδή του οικοσυστήματος, του οινοπεδίου, του αμπελοτοπίου (terroir) ή όπως αλλιώς θέλει να το πει κάποιος και στη θέληση-επιλογή κάποιων να σεβαστούν μέχρι κεραίας όλα τα φυσικά δεδομένα θεμελίωσης της ιδιαιτερότητάς του.

 

Από το χώρο της Οινολογίας, δύο προσωπικότητες έχουν ασχοληθεί σε βάθος με τις μη παρεμβατικές μεθόδους οινοποίησης: ο Μαξ Λεγκλίζ (Max Léglise) και ιδιαίτερα ο Ζυλ Σοβέ (Jules Chauvet). Στην Ελλάδα έχουν αρχίσει να γίνονται βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση και ορισμένοι έλληνες οινοπαραγωγοί παράγουν ήδη «φυσικά κρασιά». Πρόκειται για οινοπαραγωγούς που εφαρμόζουν βιολογική ή βιοδυναμική αμπελουργία, ενώ τα κρασιά τους προέρχονται σε πολλές περιπτώσεις, από αυτόριζα, απρόσβλητα από φυλλοξήρα, γηραιά κλήματα, που σε συνδυασμό με την ελάχιστη οινολογική παρέμβαση προικίζονται με μοναδικό χαρακτήρα. Παράλληλα, έχουν αρχίσει να συμμετέχουν σε διάφορα ευρωπαϊκά σαλόνια «φυσικών κρασιών», με εξαιρετική μάλιστα επιτυχία. Επίσης, γνωστοί ευρωπαίοι οινογράφοι έχουν αναφερθεί επανειλημμένως σε αυτά, με άκρως επαινετικά σχόλια, ενώ σχετικές κάβες και εστιατόρια τα προτείνουν στην γκάμα των κρασιών τους.