Η ελληνική διατροφή, με την Κρήτη να αποτελεί το πιο ονομαστό παράδειγμά της, είναι η πεμπτουσία της μεσογειακής διατροφής και βασίζεται κυρίως στα λαχανικά και το ελαιόλαδο, παρότι και άλλα πολλά από τα υπόλοιπα συστατικά της έχουν εξεταστεί ενδελεχώς από επιστήμονες και έχει διαπιστωθεί ότι είναι ωφέλιμα για την υγεία. Σε αυτά περιλαμβάνονται: τα σαλιγκάρια, η ατελείωτη ποικιλία αγριόχορτων, το ελληνικό μέλι, συγκεκριμένα ελληνικά τυριά, που φτιάχνονται όχι από αγελαδινό, αλλά από κατσικίσιο και πρόβειο γάλα, το κρασί και η τσικουδιά (τσίπουρο) που θεωρείται ότι βοηθά το μεταβολισμό.
Σε τελική ανάλυση, η μεσογειακή διατροφή, στην πραγματικότητα η ελληνική διατροφή (κρητική διατροφή) έχει να κάνει και με τον τρόπο ζωής της περιοχής, κατά τον οποίο τα γεύματα δεν είναι μόνο υγιεινά, αλλά αποτελούν αφορμή για να συγκεντρωθούν η οικογένεια και οι φίλοι. Οι συναθροίσεις αυτού του είδους ή με άλλα λόγια, ο παραδοσιακός τρόπος που τρώνε οι Έλληνες, οδηγεί σε λιγότερο άγχος και πολλή χαρά. Στην πραγματικότητα, ο συνδυασμός αυτών των στοιχείων χαρακτηρίζεται ως μεσογειακή διατροφή.
Η ελληνική διατροφή και ειδικότερα η κρητική διατροφή έχει γίνει συνώνυμη με τη μεσογειακή διατροφή, που είναι γνωστή ως μία από τις πλέον υγιεινές στον κόσμο. Η Κρήτη συμπεριελήφθη στην ονομαστή πλέον «Έρευνα Επτά Χωρών», την οποία ξεκίνησε ο Δρ Άνσελ Κις στα τέλη της δεκαετίας του 1950, για να τεκμηριώσει το ποσοστό των καρδιοπαθειών ανάμεσα σε διαφορετικούς πληθυσμούς.
Το 1947, το Ίδρυμα Ροκφέλερ βρέθηκε στην Κρήτη για να προσφέρει ανθρωπιστική βοήθεια στους κατοίκους του νησιού που είχαν καταστραφεί από τον Πόλεμο. Τεκμηρίωσε την πενιχρή διατροφή των κατοίκων, που ήταν τότε μια δίαιτα συντήρησης, από αγριόχορτα, φρούτα, όσπρια, ψωμί και παξιμάδια κριθαριού, λίγες πρωτεΐνες και άφθονο ελαιόλαδο. Ενώ το Ίδρυμα Ροκφέλερ τρόμαξε αρχικά, βλέποντας αυτήν τη διατροφή της απόλυτης απελπισίας, προς μεγάλη του έκπληξη διαπίστωσε στη συνέχεια πως οι κάτοικοι της Κρήτης ήταν, περιέργως, υγιείς. Στο πλαίσιο αυτής της ελληνικής διατροφής (κρητικής διατροφής), δεν υπήρχε ίχνος υποσιτισμού, παρά τα δύσκολα χρόνια του Πολέμου.
Περίπου την ίδια εποχή, στη Νάπολη της Ιταλίας, ο νεαρός καρδιολόγος Άνσελ Κις παραξενεύτηκε, διαπιστώνοντας πως δεν υπήρχε ούτε ένας καρδιοπαθής σε όλο το νοσοκομείο που είχε υπηρετήσει στη διάρκεια του Πολέμου. Ο Κις, συνειδητοποιώντας ότι η εν λόγω ασθένεια πρέπει να σχετίζεται με τη διατροφή, ξεκίνησε μια μελέτη των καρδιοαγγειακών νοσημάτων και του τρόπου ζωής σε επτά εντελώς διαφορετικές χώρες: Ιταλία, Ολλανδία, Γιουγκοσλαβία, Φινλανδία, ΗΠΑ, Ιαπωνία και Ελλάδα. Αυτό που ανακάλυψε ήταν ότι ενώ οι Κρητικοί κατανάλωναν υπέρμετρη ποσότητα λίπους (στην ίδια θέση με τους κρεατοφάγους Φινλανδούς), δεν έπασχαν από καρδιοπάθειες. Σε αντίθεση με τους Φινλανδούς που προσλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος των (κορεσμένων) λιπών τους από το κρέας και τα ζωικά προϊόντα, οι κρητικοί χωρικοί έπαιρναν τα (ακόρεστα) λίπη τους ως ελαιόλαδο. Η κρητική διατροφή – στην πραγματικότητα μεγάλο μέρος της ελληνικής διατροφής – στη δεκαετία του ’50 περιλάμβανε υδατάνθρακες (κυρίως ψωμί και παξιμάδια κριθαριού), αγριόχορτα (περισσότερο από 80 διαφορετικά), άλλα λαχανικά, φρούτα και ελαιόλαδο. Η διατροφή δεν περιλάμβανε πρακτικά καθόλου τυρί, επειδή το τυρί ήταν ένα αγαθό που έφτιαχναν και πωλούσαν και δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου κρέας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ο Κις είχε πια εκτιμήσει πως η κρητική διατροφή ήταν στην πραγματικότητα από τις πιο υγιεινές στον κόσμο.