Η γαστρονομία είναι, φυσικά, ελληνική λέξη. Η ειρωνεία όμως είναι πως η ιστορία της κουζίνας καταδεικνύει έλλειψη γαστρονομικών ελληνικών πιάτων, με εξαίρεση την αρχαιότητα, την περίοδο του Βυζαντίου και από τα τέλη του 20ου αιώνα, όπου η ελληνική κουζίνα και η ελληνική γαστρονομία υπέστησαν ριζική μεταμόρφωση.

 

Μέχρι πολύ πρόσφατα, η ελληνική κουζίνα ήταν κυρίως σπιτική. Τα εστιατόρια κατατάσσονταν σε αρκετές κατηγορίες: ψησταριές, ψαροταβέρνες, ορισμένα ειδικευμένα φαγάδικα (πατσατζίδικα, εστιατόρια με σούπες, σουβλατζίδικα, κ.λπ.) και η πάντοτε δημοφιλής συνοικιακή ταβέρνα υπό οικογενειακή συνήθως διεύθυνση, όπου η παραδοσιακή ελληνική κουζίνα ήταν και παραμένει ο στυλοβάτης της. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και του 1990, μια γενιά νέων αστών Ελλήνων επέστρεψε από τις σπουδές και τη ζωή στο εξωτερικό έχοντας αποκτήσει έναν πιο διεθνή και εκλεπτυσμένο ουρανίσκο, που ζητούσε πιο κοσμοπολίτικη κουζίνα. Στις πρώιμες αυτές δεκαετίες, αναδύθηκε μια νέα γενιά σεφ, που είδαν το επάγγελμά τους ως καριέρα και όχι ως λύση ανάγκης. Η ανοικτή αγορά της Ε.Ε. βομβάρδισε με νέα τρόφιμα το ελληνικό σούπερ-μάρκετ, εμπνέοντας στους σεφ τη διάθεση για πειραματισμούς. Στη δεκαετία του ’90, η σύγχρονη ελληνική κουζίνα χαρακτηριζόταν από το πνεύμα πως οτιδήποτε πάει με οτιδήποτε. Η λέξη fusion (με αρκετή δόση σύγχυσης) ήταν η λέξη-κλειδί στην ελληνική γαστρονομία.