Από την αρχαιότητα έως σήμερα, οι Δαφνές θεωρούνται μία από τις πιο σημαντικές περιοχές αμπελοκαλλιέργειας της Κρήτης, όπου η αμπελουργία συνέχισε να υπάρχει σε όλες τις ιστορικές περιόδους. Άνθισε ιδιαίτερα κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, όπως φανερώνουν ευρήματα αμφορέων και ληνοί (πατητήρια), στη συνέχεια κατά τη βυζαντινή περίοδο λόγω της σύνδεσης κρασιού – χριστιανισμού, αλλά και κατά τη Βενετοκρατία, όταν τα κρασιά της μεγαλονήσου έγιναν σημαντικό εμπορικό αντικείμενο των ενετών εμπόρων· ας μη ξεχνάμε εξάλλου τον Μαλβαζία οίνο, το γνωστότερο κρασί του Μεσαίωνα.
Σύμφωνα με το μύθο, οι Δαφνές πήραν το όνομά τους από μία δάφνη που φύτρωσε σε ναό της περιοχής (Αγία Ζώνη). Το Δαφνιανό κρασί ήταν ήδη ονομαστό και περιζήτητο προς το τέλος του Μεσαίωνα, ενώ η αμπελουργία και η οινοποίηση δεν σταμάτησαν ουσιαστικά ποτέ να αποτελούν μία από τις σημαντικότερες ενασχολήσεις των κατοίκων, όπως συμβαίνει και σήμερα.
Το κλίμα της περιοχής είναι μεσογειακό και οι αμπελώνες βρίσκονται σχεδόν αποκλειστικά σε πλαγιές και σε ασβεστώδη εδάφη, όπως αυτά που προτιμά η ποικιλία λιάτικο, από την οποία παράγονται τα ερυθρά γλυκά κρασιά ΠΟΠ Δαφνές. Εκεί, το λιάτικο ωριμάζει καλά και νωρίς, προς τα τέλη Ιουλίου, εξ ου και το όνομά του (ιουλιάτικο – λιάτικο). Οι λεπτόφλουδες ρώγες του έχουν αρκετές ταννίνες και υψηλή οξύτητα, όχι όμως πολύ χρώμα και θεωρούνται καλές για την παραγωγή γλυκών οίνων. Ωστόσο, στις Δαφνές τα εδάφη είναι λιγότερο παραγωγικά από αυτά των γειτονικών περιοχών με συχνό αποτέλεσμα τη συμπύκνωση του σταφυλιού και τη χαμηλότερη στρεμματική απόδοση.
Τα γλυκά κρασιά ΠΟΠ Δαφνές, ανάλογα και με τον τύπο τους (οίνος γλυκύς – Vin Doux, οίνος γλυκύς φυσικός – Vin Doux Naturel και οίνος φυσικώς γλυκύς – λιαστός), χαρακτηρίζονται από χρώμα καμένης καραμέλας, συμπυκνωμένα αρώματα σοκολάτας και αποξηραμένων φρούτων και γεμάτο στόμα, με βελούδινη υφή και μακρά επίγευση. Παραμένοντας στην αφάνεια για αρκετά χρόνια της σύγχρονης αμπελοοινικής ιστορίας της Κρήτης, σήμερα παρουσιάζουν σημαντική ανάκαμψη με όλο και περισσότερα καλά δείγματα.