Η βιολογική καλλιέργεια στην Ελλάδα έκανε τα πρώτα της βήματα τη δεκαετία του 1980. Βρήκε το δρόμο της με την εφαρμογή του κανονισμού 2092/91 της Ε.Ε. και οι πρώτες βιολογικές πιστοποιήσεις ξεκίνησαν το 1993. Η βιολογική αμπελουργία ήρθε δεύτερη, ανάμεσα στις άλλες βιολογικές καλλιέργειες.
Το εύκρατο κλίμα, το ιδιόρρυθμο ελληνικό ανάγλυφο και οι μικρές αμπελοοινικές εκμεταλλεύσεις αποτελούν βάση για εύκολη ανάπτυξη της αμπελουργικής βιολογικής καλλιέργειας στην Ελλάδα. Σχεδόν το 50% από το σύνολο των ελληνικών οινοποιείων, ιδιωτικών και συνεταιριστικών, προτείνουν σήμερα «βιολογικά κρασιά» ή ακριβέστερα και όπως πρέπει να λέγονται –τουλάχιστον προς το παρόν– «οίνοι από σταφύλι βιολογικής γεωργίας». Η Ε.Ε., με τον κανονισμό 837/2007, ο οποίος αντικατέστησε τον κανονισμό 2092/91, έθεσε τις βάσεις για έναν ευρωπαϊκό κανονισμό πιστοποίησης βιολογικού οίνου. Οι προσπάθειες όμως για τη θέσπισή του δεν έχουν ακόμη καρποφορήσει.
Εκτός από την αμπελουργική βιολογική καλλιέργεια, στην Ελλάδα είναι πολλά τα οινοποιεία που ακολουθούν και άλλα πρότυπα, που αφορούν την ασφάλεια και τις διαδικασίες παραγωγής στο οινοποιείο και τη διαχείριση ποιότητας, τα γνωστά (ISO και HACCP). Επίσης, με πρωτοβουλία του μεγαλύτερου οργανισμού πιστοποίησης βιολογικών προϊόντων της Ελλάδας και ομάδας δημοσιογράφων οίνου, έχει καθιερωθεί από το 2005 άτυπος, ετήσιος διαγωνισμός οίνων από σταφύλι βιολογικής καλλιέργειας (στην Ελλάδα λειτουργούν 11 οργανισμοί πιστοποίησης βιολογικών προϊόντων, οι δύο μεγαλύτεροι εκ των οποίων πιστοποιούν τα περισσότερα σχετικά κρασιά).
Η βιολογική αμπελοκαλλιέργεια στην Ελλάδα, εφαρμόζεται σε έκταση αμπελώνων οινοποιίας που ξεπερνά σήμερα τα 36.858 στρέμματα, τα 14.525 εκ των οποίων σε μεταβατικό στάδιο (στοιχεία του 2007). Όπως συμβαίνει σε όλες τις οινοπαραγωγικές χώρες του κόσμου, χρησιμοποιεί ήπιες πρακτικές φυτοπροστασίας και λίπανσης, σύμφωνα με τις μεθόδους της οργανικής γεωργίας, δίνοντας προτεραιότητα στην ισορροπία αμπέλου-περιβάλλοντος, καθώς και στη συντήρηση της ζωής του εδάφους.
Όπως σε όλο τον κόσμο, επιδίωξη αυτού που ασκεί βιολογική αμπελοκαλλιέργεια στην Ελλάδα είναι η απόκτηση αμπελιών με μέτρια ζωηρότητα και μειωμένη βλάστηση (με σκοπό τις χαμηλές αποδόσεις), τα οποία θα διαθέτουν ικανοποιητική φυλλική επιφάνεια, ικανή να φωτοσυνθέτει καλά, παρέχοντας όμως και επαρκή αερισμό, που είναι ένα από τα σημαντικά «μυστικά» για τη σωστή και αποτελεσματική αντιμετώπιση των μυκήτων που προσβάλλουν το αμπέλι.
Για την αντιμετώπιση του ωιδίου, στη βιολογική αμπελοκαλλιέργεια στην Ελλάδα χρησιμοποιείται το θειάφι, σε σκόνη ή σε υγρή μορφή, ενώ για την αντιμετώπιση του περονόσπορου (και έμμεσα του βοτρύτη), ο θειοχαλκός, που είναι ιδιαίτερα χρήσιμος στις αμπελοοινικές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας και όπου οι βροχοπτώσεις είναι αυξημένες κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι. Ο χαλκός, ως βαρύ μέταλλο που είναι, χρησιμοποιείται με φειδώ. Οι έλληνες αμπελουργοί και οι οινικές εκμεταλλεύσεις με βιολογικές καλλιέργειες περιορίζουν τη χρήση χαλκού στο ελάχιστο δυνατό, ενώ υπάρχουν φορές που αρνούνται να επέμβουν και μάλιστα κατ’ επανάληψη, χάνοντας μέρος της παραγωγής τους (κάτι όχι ασυνήθιστο για τους βιοκαλλιεργητές). Οι ισχυροί ελληνικοί άνεμοι, όπως είναι τα μελτέμια των Κυκλάδων και γενικότερα των νησιών του Αιγαίου, καθώς και οι υψηλές καλοκαιρινές θερμοκρασίες, ευνοούν το αμπέλι και δεν επιτρέπουν εκτεταμένη ανάπτυξη μικροοργανισμών. Έτσι, μόνο 2 με 3 περάσματα με θειάφι επαρκούν συνήθως για την καταπολέμησή τους.
Η ύπαρξη μεγάλου αριθμού ωφέλιμων ειδών της πανίδας βοηθά στη διατήρηση της ισορροπίας του άμεσου περιβάλλοντος των αμπελιών, που αποτελεί πολύ σημαντικό παράγοντα για τη βιολογική αμπελοκαλλιέργεια στην Ελλάδα. Έντομα, όπως η ευδεμίδα, αντιμετωπίζεται με το Βάκιλο Θουριγγίας, ενώ για κάποια άλλα, πολλοί αμπελουργοί φροντίζουν… χειρωνακτικά. Τα διάφορα ζιζάνια καταπολεμούνται με μηχανικά μέσα, ενώ για τη λίπανση των αμπελώνων χρησιμοποιούνται αποκλειστικά επιτρεπόμενα βιολογικά σκευάσματα, ζωικής ή φυτικής προέλευσης (συχνά δε, «χωνεμένα» κοτσάνια και φλούδες σταφυλιών από αμπέλια βιολογικής καλλιέργειας).
Πολλοί θιασώτες της βιολογικής αμπελοκαλλιέργειας στην Ελλάδα καταφεύγουν στη «χλωρή λίπανση». Πρόκειται για μια αρχαία γεωργική τεχνική, που ενσωματώνει με όργωμα στο έδαφος, φυτά πλούσια σε άζωτο, που τόσο έχει ανάγκη η άμπελος. Σε περιοχές που το νερό είναι επαρκές, οι βιοκαλλιεργητές αμπελουργοί αφήνουν τη φυσική βλάστηση στο αμπέλι, επιβάλλοντας έναν ανταγωνισμό, διατηρώντας έτσι τη ζωηρότητα των φυτών. Σε πιο ξηροθερμικές περιοχές, η φυσική αυτή βλάστηση ενσωματώνεται στο έδαφος με τα πρώτα ανοιξιάτικα οργώματα.